Ο Πέτρος.
Η ιστορία μου δημοσιεύτηκε στις 5 Μαΐου, ημέρα Τρίτη του έτους 2009. Μια τοπική εφημερίδα θέλησε να τη δημοσιεύσει εκεί που άλλες αρνιόντουσαν δίνοντας μου την ευκαιρία να εκφραστώ ελεύθερα στον κόσμο όντας αγοραφοβικός.
Η ιστορία μου είχε τίτλο «Πέτρος». Μίλαγε για τον Πέτρο και για τη σχέση του μαζί μου η οποία ξεκίνησε από μία απλή αθώα φιλία στα έξι μας χρόνια και κατέληξε ως μια σχέση δυνατή που κράτησε έως και το 2009. Δε θα σας μιλήσω για την ιστορία που αναρτήθηκε στην εφημερίδα εκείνη την εποχή ούτε και τι ηλικία έχω, γιατί πολύ απλά δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Θα ήθελα να σας μιλήσω για το τέλος της, κάτι που ποτέ δεν έγραψα και ποτέ δεν ανέφερα.
Την Τετάρτη στις 29 Απριλίου 2009, λίγες μέρες πριν την δημοσίευση μου στην εφημερίδα, το ρολόι είχε σταματήσει στις εννέα και είκοσι πέντε. Δεν κυκλοφορώ πολύ, τον φοβάμαι τον κόσμο και έτσι επειδή περνάω την πιο πολύ ζωή μου στο σπίτι, ξέρω που είναι το κάθε πράγμα και που είναι η κανονική του θέση. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι αντιλήφθηκα αμέσως ότι κάτι ήταν λάθος. Η ώρα στο ρολόι τοίχου έλεγε έντεκα το πρωί και όμως εγώ εδώ και χρόνια ποτέ δεν έχω ξυπνήσει μετά τις εννιά, βία εννιά και μισή. Ο Πέτρος έλειπε από το κρεβάτι πράγμα το οποίο ήταν και αυτό περίεργο αφού ποτέ δεν κοιμόταν αλλού.
Σηκώθηκα βιαστικά και φόρεσα μια ρόμπα, κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στο σαλόνι. Όλες κι όλες οι φορές που φώναξα το όνομα του ήταν πέντε και λίγο πριν την έκτη φορά το μάτι μου έπεσε στην καρέκλα της τραπεζαρίας η οποία ήταν γυρισμένη πλάτη και στην οποία καθόταν ο Πέτρος κοιτώντας την θέα από την μπαλκονόπορτα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα πόδια του. Δε πλησίασα, είχα γονατίσει στο πάτωμα και κοίταγα. Μου πήρε ακριβώς ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα μέχρι να απομνημονεύσω όλη την εικόνα του Πέτρου στην καρέκλα μπροστά από την μπαλκονόπορτα.
Όταν με έπιανε άγχος αγοραφοβίας ο γιατρός που έλεγε να μετράω έως το ογδόντα με τον εξής τρόπο, δέκα χιλιάδες ένα, δέκα χιλιάδες δύο, δέκα χιλιάδες τρία, έτσι ώστε να μην χάνω την αίσθηση του λεπτού. Είχε σηκώσει το χαλί κάτω από την καρέκλα γιατί ήξερε πως ήταν το αγαπημένο μου, είχε βγάλει τα παπούτσια του και είχε κάτσει στην καρέκλα. Η μυρωδιά του αίματος ήταν τόσο έντονη, αλλά δε με ένοιαζε γιατί ήταν δική του, την άντεχα, σχεδόν την αγαπούσα. Το αίμα είχε πήξει κάτω από τα γυμνά πόδια του Πέτρου και της καρέκλας αλλά και πάλι αντανακλούσε το επάνω μέρος σαν καθρέφτης. Τα δεξί του χέρι κρεμόταν και ταλαντευόταν δίνοντας την αίσθηση ενός εκκρεμές εν ώρα λειτουργίας ενώ από την αδυναμία είχε πέσει στο πλακάκι το ξυραφάκι με το οποίο είχε απαλλάξει τη ζωή του από τη μίζερη καθημερινότητα.
Δε θα πιστέψετε αν σας πω, πως δε πίστευα ότι ήταν ο Πέτρος αυτός μέχρις ότου να σηκωνόμουν και έβλεπα το πρόσωπο του. Είχα ελπίδες, έτρεφα ελπίδες ότι μπορεί αν είναι κάποιος άλλος, ένας άγνωστος ή και γνωστός, φίλος, αδερφός αλλά όχι ο Πέτρος. Όταν σηκώθηκα και αποφάσισα να πλησιάσω, η κρίση αγοραφοβίας με χτύπησε και ας μην ήμουν μέσα σε κόσμο. Γι’ αυτό και έκανα αυτό που έκανα πάντα καλά, μέτραγα μέχρι τον προορισμό μου, μέτραγα βήματα. Έκανα ακριβώς δεκατέσσερα κανονικά βήματα και πήρα δεκατέσσερις βαθιές ανάσες μέχρι να βρεθώ μπροστά από τη σιλουέτα του Πέτρου στην καρέκλα. Δεν σοκαρίστηκα, μπορώ να πω ότι το είχα ως δεδομένο αν και με την αμφιβολία στο μυαλό, εγώ το είχα δεδομένο.
Η ιστορία μου είχε τίτλο «Πέτρος». Μίλαγε για τον Πέτρο και για τη σχέση του μαζί μου η οποία ξεκίνησε από μία απλή αθώα φιλία στα έξι μας χρόνια και κατέληξε ως μια σχέση δυνατή που κράτησε έως και το 2009. Δε θα σας μιλήσω για την ιστορία που αναρτήθηκε στην εφημερίδα εκείνη την εποχή ούτε και τι ηλικία έχω, γιατί πολύ απλά δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Θα ήθελα να σας μιλήσω για το τέλος της, κάτι που ποτέ δεν έγραψα και ποτέ δεν ανέφερα.
Την Τετάρτη στις 29 Απριλίου 2009, λίγες μέρες πριν την δημοσίευση μου στην εφημερίδα, το ρολόι είχε σταματήσει στις εννέα και είκοσι πέντε. Δεν κυκλοφορώ πολύ, τον φοβάμαι τον κόσμο και έτσι επειδή περνάω την πιο πολύ ζωή μου στο σπίτι, ξέρω που είναι το κάθε πράγμα και που είναι η κανονική του θέση. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι αντιλήφθηκα αμέσως ότι κάτι ήταν λάθος. Η ώρα στο ρολόι τοίχου έλεγε έντεκα το πρωί και όμως εγώ εδώ και χρόνια ποτέ δεν έχω ξυπνήσει μετά τις εννιά, βία εννιά και μισή. Ο Πέτρος έλειπε από το κρεβάτι πράγμα το οποίο ήταν και αυτό περίεργο αφού ποτέ δεν κοιμόταν αλλού.
Σηκώθηκα βιαστικά και φόρεσα μια ρόμπα, κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στο σαλόνι. Όλες κι όλες οι φορές που φώναξα το όνομα του ήταν πέντε και λίγο πριν την έκτη φορά το μάτι μου έπεσε στην καρέκλα της τραπεζαρίας η οποία ήταν γυρισμένη πλάτη και στην οποία καθόταν ο Πέτρος κοιτώντας την θέα από την μπαλκονόπορτα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα πόδια του. Δε πλησίασα, είχα γονατίσει στο πάτωμα και κοίταγα. Μου πήρε ακριβώς ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα μέχρι να απομνημονεύσω όλη την εικόνα του Πέτρου στην καρέκλα μπροστά από την μπαλκονόπορτα.
Όταν με έπιανε άγχος αγοραφοβίας ο γιατρός που έλεγε να μετράω έως το ογδόντα με τον εξής τρόπο, δέκα χιλιάδες ένα, δέκα χιλιάδες δύο, δέκα χιλιάδες τρία, έτσι ώστε να μην χάνω την αίσθηση του λεπτού. Είχε σηκώσει το χαλί κάτω από την καρέκλα γιατί ήξερε πως ήταν το αγαπημένο μου, είχε βγάλει τα παπούτσια του και είχε κάτσει στην καρέκλα. Η μυρωδιά του αίματος ήταν τόσο έντονη, αλλά δε με ένοιαζε γιατί ήταν δική του, την άντεχα, σχεδόν την αγαπούσα. Το αίμα είχε πήξει κάτω από τα γυμνά πόδια του Πέτρου και της καρέκλας αλλά και πάλι αντανακλούσε το επάνω μέρος σαν καθρέφτης. Τα δεξί του χέρι κρεμόταν και ταλαντευόταν δίνοντας την αίσθηση ενός εκκρεμές εν ώρα λειτουργίας ενώ από την αδυναμία είχε πέσει στο πλακάκι το ξυραφάκι με το οποίο είχε απαλλάξει τη ζωή του από τη μίζερη καθημερινότητα.
Δε θα πιστέψετε αν σας πω, πως δε πίστευα ότι ήταν ο Πέτρος αυτός μέχρις ότου να σηκωνόμουν και έβλεπα το πρόσωπο του. Είχα ελπίδες, έτρεφα ελπίδες ότι μπορεί αν είναι κάποιος άλλος, ένας άγνωστος ή και γνωστός, φίλος, αδερφός αλλά όχι ο Πέτρος. Όταν σηκώθηκα και αποφάσισα να πλησιάσω, η κρίση αγοραφοβίας με χτύπησε και ας μην ήμουν μέσα σε κόσμο. Γι’ αυτό και έκανα αυτό που έκανα πάντα καλά, μέτραγα μέχρι τον προορισμό μου, μέτραγα βήματα. Έκανα ακριβώς δεκατέσσερα κανονικά βήματα και πήρα δεκατέσσερις βαθιές ανάσες μέχρι να βρεθώ μπροστά από τη σιλουέτα του Πέτρου στην καρέκλα. Δεν σοκαρίστηκα, μπορώ να πω ότι το είχα ως δεδομένο αν και με την αμφιβολία στο μυαλό, εγώ το είχα δεδομένο.
Ήταν γυμνός. Πριν δώσει το τέλος είχε βγάλει τα ρούχα του, τα είχε διπλώσει και τα είχε εναποθέσει πάνω στο τραπέζι. Το κεφάλι του είχε γύρει προς τα πίσω με τα μάτια του να κοιτάζουν το ταβάνι και το στόμα του είχε μείνει ανοιχτό κατά τα διάρκεια της τελευταίας του ανάσας. Το αριστερό του χέρι είχε πέσει και κάλυπτε εν μέρη τα γεννητικά του όργανα ενώ το αίμα συμπλήρωνε τα κενά καθώς είχε στεγνώσει πάνω τους, συνέχιζε στο πόδι και κατέληγε στο πάτωμα. Όταν συνειδητοποίησα ότι στη καρέκλα ήταν ο Πέτρος γύρισα το κεφάλι μου έτσι ώστε να σταματήσει το βουητό από το άγχος, και τα μάτια μου έπεσαν πάνω το τραπέζι με τα διπλωμένα ρούχα. Δίπλα στα ρούχα ήταν ένα μπουκαλάκι με υπνωτικά, τα είχε βάλει στο ποτό μου χτες απ’ ότι φαίνεται για να μην ξυπνήσω, παραδίπλα ήταν ένα ρολόι με τις μπαταρίες βγαλμένες και την ώρα να δείχνει εννέα και είκοσι πέντε. Ο Πέτρος ήθελε να ξέρω την ακριβή ώρα απόπειρας. Το ρολόι δεν έδειχνε εννέα και είκοσι πέντε το βράδυ, αλλά το πρωί. Θυμόμουν ακριβώς τι ώρα πέσαμε για ύπνο και ήταν μετά τις δώδεκα. Σήκωσα το ρολόι και από κάτω ήταν ένας φάκελος καλυμμένος σχεδόν με αίμα, από ότι φαίνεται ήθελε να γράψει κάτι λίγο πριν πεθάνει. Άφησα το ρολόι και άνοιξα το γράμμα. Στο εσωτερικό του έγραφε το εξής, “Αρκετά”.
Η κηδεία του έγινε την επόμενη και εκείνη την ημέρα έγινε γνωστό σε όλους ότι ο Πέτρος τα είχε μαζί μου εδώ και χρόνια.
Για να φτάσω στο κοιμητήριο πρέπει να περάσω μέσα από πολύ κόσμο και θόρυβο. Γι’ αυτόν θα το αντέξω, όπως το αντέχω χρόνια τώρα. Ένα δε θα μάθω ποτέ. Αρκετά.
Για να φτάσω στο κοιμητήριο πρέπει να περάσω μέσα από πολύ κόσμο και θόρυβο. Γι’ αυτόν θα το αντέξω, όπως το αντέχω χρόνια τώρα. Ένα δε θα μάθω ποτέ. Αρκετά.
Γιατί;
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου