Καλλιόπη.
-Ορίστε.
-Τι είναι αυτό;
-Το ημερολόγιο του!
-Ποιανού;
-Του Πετρογιάννη.
-Που το βρήκατε;
-Το είχε πάνω του. Πρέπει να το είχε καταχωνιάσει μέσα στο κελί και πριν κρεμαστεί… το έβαλε στην τσέπη του.
-Αυτό είναι μέσα στις μουτζούρες ρε!
-Ναι, μόνο τις τελευταίες δύο σελίδες έχει αφήσει, και πιστεύω είναι αυτές που θέλαμε τόσο καιρό να βρούμε!
-Θεέ μου!
-Με θέλετε τίποτα άλλο;
-Όχι, πηγαίνετε. Για να δούμε τι λέει…
“…Κοιμόταν τόσο ήσυχα, τόσο γαλήνια, φορώντας το νυχτικό που είχε αγοράσει από τη Γαλλία το 2005. Το τελευταίο ταξίδι που είχαμε κάνει και σίγουρα το τελευταίο που θα κάνουμε ξανά μαζί. Το πρωί θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει. Έτσι είπε. Η καριόλα. Τι της έλειψε; Όλα τα είχε, αγάπη, τρυφερότητα, λεφτά, ταξίδια, ακόμα και παιδί. Τι φταίω εγώ που το έχασε;
Και τώρα με αφήνει για ποιόν; Είμαι εγωιστής λέει, ισχυρογνώμων λέει, πέραν του δέοντος ρομαντικός λέει, και κουράστηκε λέει! Ο άλλος θα της προσφέρει τη βαρβατίλα που εγώ δε είχα, το πάθος στο οποίο υστερούσα. Όχι δα, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος κυρά μου, μόνο τότε!
-Τι είναι αυτό;
-Το ημερολόγιο του!
-Ποιανού;
-Του Πετρογιάννη.
-Που το βρήκατε;
-Το είχε πάνω του. Πρέπει να το είχε καταχωνιάσει μέσα στο κελί και πριν κρεμαστεί… το έβαλε στην τσέπη του.
-Αυτό είναι μέσα στις μουτζούρες ρε!
-Ναι, μόνο τις τελευταίες δύο σελίδες έχει αφήσει, και πιστεύω είναι αυτές που θέλαμε τόσο καιρό να βρούμε!
-Θεέ μου!
-Με θέλετε τίποτα άλλο;
-Όχι, πηγαίνετε. Για να δούμε τι λέει…
“…Κοιμόταν τόσο ήσυχα, τόσο γαλήνια, φορώντας το νυχτικό που είχε αγοράσει από τη Γαλλία το 2005. Το τελευταίο ταξίδι που είχαμε κάνει και σίγουρα το τελευταίο που θα κάνουμε ξανά μαζί. Το πρωί θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει. Έτσι είπε. Η καριόλα. Τι της έλειψε; Όλα τα είχε, αγάπη, τρυφερότητα, λεφτά, ταξίδια, ακόμα και παιδί. Τι φταίω εγώ που το έχασε;
Και τώρα με αφήνει για ποιόν; Είμαι εγωιστής λέει, ισχυρογνώμων λέει, πέραν του δέοντος ρομαντικός λέει, και κουράστηκε λέει! Ο άλλος θα της προσφέρει τη βαρβατίλα που εγώ δε είχα, το πάθος στο οποίο υστερούσα. Όχι δα, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος κυρά μου, μόνο τότε!
Μισή ώρα έψαχνα να βρω το κατάλληλο τρόπο που θα τη ξαπόστελνα, και όλοι φάνταζαν τόσο ερωτεύσιμοι κι έτσι κατέληξα στον μόνο αντικείμενο που είχε καταλήξει και ο τότε φρενοβλαβής Anthony Perkins στο Ψυχώ.
Άνοιξα την πόρτα, και μπήκα στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών μου. Ύστερα από 10 μετρημένα βήματα βρέθηκα πάνω από το μελλοντικό της πτώμα με το μαχαίρι της τούρτας να αντανακλά το φως της απέναντι πολυκατοικίας απ' το μισόκλειστο παράθυρο.
Δεν πήρε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα μέχρις ότου η Καλλιόπη να ανοίξει τα μάτια μέσα στον πόνο και την αγωνία καθώς παράλληλα το αίμα ανέβαινε τον οισοφάγο αφού το μαχαίρι είχε διαπεράσει το στομάχι και γέμιζε τα σωθικά της με αίμα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι δίχως να μπορεί να φωνάξει γιατί το αίμα πλέον την έπνιγε. Από μια απότομη κίνηση με πέταξε στο πάτωμα και τράβηξε προς το παράθυρο αλλά το αίμα εμπόδιζε την ικανότητα της μιλήσει και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τη μαχαιρώσω και δεύτερη φορά, αυτή τη φορά όμως την τιμητική τους είχαν τα πλευρά της, τρεις συνεχόμενες μαχαιριές μετατρέποντας τον λευκό μεταξωτό νυχτικό της σε κατακόκκινο της φωτιάς.
Συρόμενη μέχρι την τραπεζαρία καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να μου πει να σταματήσω αλλά και μόνο η προδοσία της μετά από τόσα χρόνια γάμου με εκνεύριζε ακόμα πιο πολύ. Θυμάμαι ότι για κάθε μία από τις πράξεις μου μέσα μου έκλαιγα και παρακάλαγα τον εαυτό μου να σταματήσει, αλλά πλέον ήταν αργά. Το κακό είχε γίνει. Ανέβηκα από πάνω της, την άρπαξα από τα μαλλιά και της βάρεσα το κεφάλι στο πάτωμα δεκαπέντε φορές ώσπου η μύτη της καταστράφηκε, πληγές στα μάγουλά της από τα κόκαλα που είχαν σπάσει εμφανίστηκαν και το κούτελο της σχεδόν διαλύθηκε παραμορφώνοντας ακόμα και τα μάτια της.
Τέλος, αφού έκατσα στον καναπέ και άναψα ένα τσιγάρο, τράβηξα μια γερή τζούρα και άφησα τον καπνό να κατέβει, να γεμίσει τα πνευμόνια μου και αφού το τελείωσα το έσβησα στον ώμο της.
Σηκώθηκα, πήγα στη κουζίνα και πήρα το πριονωτό μαχαίρι, εκείνο το μαχαίρι που χρησιμοποιούσα μια ζωή για να κόβω το κρέας. Την γύρισα ανάσκελα, της έσκισα το νυχτικό και αφού της έκοψα τα στήθη στη μέση τα ξερίζωσα από το άψυχο κορμί της και τα πέταξα στο πάτωμα…”
-Παντελή!
-Παρακαλώ!
-Ο άνθρωπος είναι ανώμαλος ρε! Ηλεκτρική καρέκλα ήθελε, όχι φυλάκιση!
-Το διαβάσατε όλο;
-Γιατί; Χρειάζεται;
-Πιστέψτε με. Χρειάζεται.
“Και να που είμαι τώρα εδώ! Στη φυλακή για φόνο "εν βρασμό ψυχής". Έτσι δεν είναι αστυφύλακα; Σκότωσα την γυναίκα μου. Έτσι δεν είναι; Έτσι μου είπαν. Έτσι έγινε. Στην φυλακή ισοβίως για τον φόνο της γυναίκας μου!
Γιατί δεν καθόμουν στην ηλεκτρική καρέκλα καλύτερα; Και να ήθελα λέει ε; Στην Ελλάδα ηλεκτρική καρέκλα… Tη σήμερον… Αναγκασμένος να ζω με αυτό το φορτίο και με αυτή την εικόνα… Ό,τι και να πω ό,τι και να κάνω η Καλλιόπη δε θα έρθει στη ζωή και η λατρεμένη μου γυναίκα θα είναι για πάντα μια ανάμνηση, μια ξεσκισμένη ανάμνηση όπως και οι τελευταίες της στιγμές. Θα πιστέψετε αν σας πω πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια; Τίποτα! Αν σας πω ότι δεν ήμουν αυτός που μαχαίρωσε τη γυναίκα μου, ότι δεν ήμουν αυτός που κατέστρεψε το πρόσωπο της, ότι δεν ήμουν αυτός που αφαίρεσε τα στήθη της. Αλλά ήμουν αυτός που απλά έβλεπε, αυτός που αγαπούσε, αυτός που κατηγορήθηκε και αυτός που καταδικάστηκε!
…Δε πάει στα κομμάτια, πάει τελείωσε, έχουν περάσει δύο μήνες πίσω απ' τα κάγκελα και δεν αλλάζει τίποτα, δε θα αλλάξει τίποτα, και στο κάτω κάτω δε θέλω να αλλάξει και τίποτα…
Ευχαριστώ για όλα αλλά και για τον χρόνο σας…
Και τώρα πιστεύω πως είναι ώρα να πέσει η αυλαία αγαπημένε μου αστυφύλακα και ο απελπισμένος Βαγγέλης Πετρογιάννης να χαιρετήσει το κοινό του.
Καλό σας βράδυ!”
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου