Εμείς.

    
    

    Άκουγα πάντα τους δίσκους της, τις κασέτες της, και μετέπειτα τα cd της. 

    Μεγάλωσα με αυτή, έκλαψα, γέλασα, ονειρεύτηκα, πόνεσα, και ερωτεύτηκα.

    Αυτήν ερωτεύτηκα, το γέλιο της, τα χέρια της, τα μαλλιά της, το κορμί της, τα μάτια της, τη φωνή της, ακόμα και το άρωμα της.
 
    Δεν το έχω μυρίσει ποτέ, αλλά πάω στοίχημα πως φοράει το Black Orchid ή αν όχι αυτό στάνταρ το Allure, δύο αρώματα που πάντα αγαπούσα και πάντα φαντασιωνόμουν ότι θα μπορούσε να φοράει όταν θα είναι μαζί μου ή πάνω στη σκηνή να τραγουδάει το αγαπημένο μου τραγούδι, εκείνο που είχε αφιερώσει στα γενέθλιά μου πέντε χρόνια πριν. 

    Με πιάνω να πονώ. 

    Θέλω να πονέσω!

    Μου αρέσει να πονώ!

    Σημαίνει πως νιώθω!

    Τη νιώθω!

    Θα πάω και θα της μιλήσω, θα της τα πω όλα, τι έχω να κρύψω εξάλλου. Ξέρει πως όταν τη βλέπω φωτίζεται το πρόσωπο μου, γίνομαι άλλος άνθρωπος, γίνομαι κάτι που ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να γίνω.

    Γι’ αυτήν ζω, αναπνέω και συνεχίζω.

    Γι’ αυτήν, γράφω τραγούδια, στιχάκια κι ημερολόγια.

    Γι’ αυτήν όλα!

    Το πήρα απόφαση.

    Θα της γράψω.

    Και έτσι πιάνω το χαρτί και γράφω. Γράφω λέξεις, λέξεις που γίνονται φράσεις, φράσεις που γίνονται προτάσεις, προτάσεις που γίνονται παράγραφοι, παράγραφοι που γίνονται εκθέσεις, εκθέσεις που γίνονται βιβλία, βιβλία που γίνονται αποφάσεις, αποφάσεις που γίνονται στιγμές, στιγμές που γίνονται πράξεις, πράξεις που τελικά έμειναν μισές…

    Και τελικά να μένω με την απορία.

    Απορία που μετατράπηκε σε απορίες, και το ερώτημα έμεινε μισό, και εγώ ένα μισό άτομο, που μισώ να το βλέπω μισό, μισό και εκτεθειμένο.

    Ένα «Ναι» ή ένα «Όχι» δεν άκουσα, και έμεινα με το μπορεί, με το ίσως, με το θα δούμε, με το κάποια στιγμή, και εγώ να μην ξέρω.
Ταξίδια και συναυλίες που την κρατάνε μακρυά μου, μακρυά από την αγκαλιά μου.

    Δεν αντέχω άλλο. Κάθομαι και μυρίζω με τις ώρες το τελειωμένο μπουκάλι από το Black Orchid, μια ιδέα και μια νότα από τα τραγούδια της που ξεχύνονται από το πώμα του μπουκαλιού, που αν και άδειο με γεμίζει όσο τίποτα!
 
    Χτυπάει το τηλέφωνο από φίλους και γνωστούς αλλά εγώ δε το σηκώνω, θέλω να με πάρει αυτή και να μου πει έστω ένα «Γεια», ένα «Γεια» και να το κλείσει, αλλά ούτε αυτό συμβαίνει.

    Βγαίνω έξω και όλα είναι άχρωμα.

    Μιλάω σε όλους γι' αυτή, την παινεύω σα να είναι όλος μου ο κόσμος. Με πιάνω να μιλάω γι’ αυτήν ώρες ατελείωτες και να μη χορταίνω.

    Όλοι με κοιτάνε με τόση προσήλωση.

    Με αφουγκράζονται και με κοιτούν με κάτι μάτια σα να μου λένε «πες κι άλλα γι’ αυτήν, διάβασέ μας κάτι που έχεις γράψει, μη σταματάς!»

    Και εγώ να ξεκινώ πρωί και τελειώνω βράδυ. 

    Αχ είμαι τόσο ερωτευμένη.

    Τώρα μπορώ να το πω με σιγουριά.

    Την αγαπώ!

    Θα κάνω τα πάντα γι' αυτήν, θα φτάσω στα άκρα. 

    Ο έρωτας θέλει θυσίες λένε. Καιρός να κάνω μερικές λοιπόν! 

    Θα γυρίσω σπίτι και θα της στείλω το τελευταίο μήνυμα που θα της λέω τα πάντα. Ένα από τα πολλά μηνύματα, το οποίο δε θα έχει απάντηση ως συνήθως, αλλά δε με νοιάζει. Έχω τον τρόπο μου!
Την βρήκα την άκρη. Την κρατώ.

    Πήγα στο μπάνιο και άνοιξα τη βάνα της μπανιέρας και τη γέμισα με νερό. Έκατσα μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξα το πρόσωπό μου. Δε γέλαγε. Δεν ήξερε πως. Δε την έχω, οπότε δεν έχω λόγο να γελώ.
Γδύθηκα και μπήκα γυμνή μες το παγωμένο το νερό.

    Καθώς βυθιζόμουν ένιωθα το κορμί μου να συσπάτε καθώς οι μυς μου πάγωναν και η αναπνοή μου κοβόταν ανά διαστήματα, αλλά δε με ένοιαζε, εγώ ήμουν αποφασισμένη.

    Πήρα το ξυραφάκι από το συρτάρι του μπαμπά μου και αφού κοίταξα προς τα επάνω για λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα το τελευταίο ψήγμα φόβου να κυλά στο μάγουλό μου.

    Κενό!

    Ησυχία!

    Ερημιά!

    Μοναξιά!

    Απελπισία!

    Ματαιοδοξία!

    Έμπηξα την άκρη του στην κορυφή του όσο πιο βαθιά στον καρπό μου κι έσκισα τη σάρκα μου καθέτως έτσι ώστε οι φλέβες μου να σκιστούν και το έργο μου να ήταν αποτελεσματικότερο.

    Δεν πόνεσα.

    Δεν το έδειξα.

    Έπρεπε να ήμουν δυνατή!

    Όσο είχα τις αισθήσεις μου τράβηξα μια φωτογραφία του εαυτού μου στη μπανιέρα, με την ένδειξη «Θα σε αγαπώ ως την άλλη άκρη» και πάτησα αποστολή.

    Η αίσθηση της ικανοποίησης, μαζί με την αίσθηση του ύπνου ήταν τόσο μεγάλη που αφέθηκα με όλη μου τη καρδιά στο κενό που πλέον χτύπαγε όλο και πιο αργά και που αγκάλιαζε όπως θα ήθελα να με αγκαλιάσει κάποτε αυτή.

    Την επόμενη μέρα οι γονείς μου, βρήκαν το πτώμα μου στη μπανιέρα και το κινητό βυθισμένο στον πάτο της.

    Κλειστό.

    Και στην άκρη.

    Ένα μπουκάλι άρωμα.

    Μακάρι να είναι το άρωμα της.

    Μακάρι…

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις