Νταλκάς.
Είμαι σα…
Ααααχ…
Είμαι σα… Είμαι σαράντα πέντε ετών. Ναι! Είμαι σαράντα πέντε ετών και τι κατάλαβα μέχρι τώρα στη ζωή μου; Ποιος φταίει γι' αυτό που είμαι; Γι' αυτό που έχω καταντήσει; Γιατί δε μπορεί, κάπου πρέπει να ρίξω τις ευθύνες. Δε θα αναλάβω ξανά τις ευθύνες για όσες μαλακίες μου έχουν συμβεί. Όχι πάλι εμένα! Φτάνει ντε! Το εγώ μου δεν αντέχει άλλο… Λύγισε το δύσμοιρο. Κλαδάκι είναι κι έσπασε… Από την άλλη όμως; Γιατί ένας μαντράχαλος σαν εμένα να μη μπορεί να είναι αφέντης του εαυτού του; Γιατί να μη μπορώ; Ποιος με έμαθε στα «μη»;
Ααααχ…
Απόφοιτος μηχανολόγων μηχανικών του Μετσόβιου και τι κατάλαβα; Που με ωφέλησε; Πέντε χρόνια από τη ζωή μου φύγαν έτσι; Έτσι; Έτσι… Μιλάω και πέντε γλώσσες το ξέρεις; Αμέ. Σου έκανα τη μούρη κρέας ε; Το ξέρω… Τις μιλάω και τι κατάλαβα; Τι κι αν μιλάω τέσσερις επιπλέον γλώσσες εκτός της μητρικής μου; Που με ωφελεί στον εσωτερικό μου κόσμο; Εικοσιένα χρόνια στην ίδια εταιρία και πέρα από αγγλικά τις άλλες γλώσσες δεν τις χρησιμοποίησα ποτέ. Γεωμετρία Α΄ λυκείου ένα πράγμα. Για να τις κάνω flex πλήρωνε η μάνα μου τόσα χρόνια φροντιστήρια; Ήθελε και Φινλανδικά να μάθω. «Ποτέ δεν ξέρεις» έλεγε. Κάτσε ρε μάνα. Οι γλώσσες δεν είναι τάπες Pokemon να τις κάνεις συλλογή. Δεν πάω για ξεναγός στον Παρθενώνα κι ο παπάρας ο Παπανικολής στην εταιρία χέστηκε για τις γλώσσες που ξέρω. Τα πτυχία μου ήθελε να δει κι αν ομιλώ την αγγλική με το βασικό Lower. Θεέ μου… Σηκώνομαι κι από τις έξι το αχάραγο να κάνω yoga και pilates πριν πάω στη δουλειά. Ναι! Τόσο μαζόχα… Μου λέτε γιατί; Γιατί να σκίζομαι στη γυμναστική έτσι ώστε να συντηρώ ένα καλαίσθητο κορμί; Θα λιώσουν οι φλεγμονές της μέσης ή θα πάρω κάποιο bonus στη δουλειά; Σκατά θα πάρω. Δε θα πεθάνω στα ογδόντα αλλά ογδόντα ένα και με πι. Ουάου!
Ααααχ…
Έχω φίλους. Ξέρεις πόσους; Ουυυυ καλά είσαι… Και κάθε μέρα πιο πολλούς. Έχω αυτό το καλό. Ανέκαθεν το είχα βασικά. Έλκω τον λαό. Τραβάω τα πλήθη. Τους ρουφάω κοντά μου σαν το σκουπάκι Black and Decker. Κι έχω τόσους πολλούς που το κινητό μου πλέον χτυπάει στο αθόρυβο για να μην ενοχλούμαι από τις κλήσεις και τα μηνύματά τους. Κι ύστερα έξοδοι. Έξοδοι κι έξοδα για να πέφτουν τα ευρώ σαν το χαλάζι σε καρπούζι που μόλις βγήκε από το χώμα. Νυχτερινά κουτούκια με τσίπουρα και άφθονη μπύρα. Ελαφρολαϊκή μουσική κάπου στο βάθος, αγκαλιές, φωνές, τραγούδια μέχρι το πρωί, μεθύσια, ξερατά, λιποθυμιές και οι μέρες να κυλούν άνετα κι ωραία μέχρι την καλοκαιρινή μας άδεια σε κάποιο κοντινό απόμερο και ήσυχο νησί για δέκα μέρες ή μια χειμωνιάτικη εξόρμηση στο εξωτερικό για να ξεχαστούμε από τις σκοτούρες της βαρετής Αθήνας. Τα λιγουρεύεστε;
Ααααχ…
Κάνω και μαθήματα. Αμέ. Στη ζωή μου μέχρι τώρα έχω μάθει γλυπτική, οδήγηση, τραγούδι, συγγραφή, πλέξιμο, θέατρο και πάνω απ' όλα το πάθος μου για την κηπουρική. Άσκοπες γνώσεις όπως κι αυτό που σπούδασα απλά για να έχω να λέω πως κάτι έκανα στη ζωή μου. Και; Θα αξιοποιηθούν κάπως; Αν όχι μήπως υπάρχει κάποιο refund να πάρω κάτι άλλο; Είναι κάποια κομμάτια παζλ που θα συνθέσω για να γίνω ο αφέντης της δικής μου της ζωής; Ο κυρίαρχος του σύμπαντος; Wannabe Skeletor από τα Lidl; Ωραία! Είμαι ένας πολύγλωσσος μηχανολόγος μηχανικός των χιλίων πεντακοσίων ευρώ που ταξιδεύει αρκετά, έχει πολλούς φίλους καθώς πλέκει και τραγουδάει «Αυτός που περιμένω» σε κάποια γωνιά της ζωής μου μέχρι να πεθάνει.
Ααααχ…
Ουάου! Και τώρα τι; Δε μου επιτρέπεις να είμαι απαισιόδοξος; Αυτά τα σαράντα πέντε χρόνια ξέρεις πως πέρασαν; Σαν χτες ήμουν είκοσι και νόμιζα πως θα άρπαζα τη ζωή από τα μαλλιά και θα της πέταγα τα μάτια όξω. Κι έφτασα τριάντα. Σαράντα. Κι αύριο θα είμαι εξήντα. Τι χαρά… Τι χαρά να ξυπνάς ένα πρωί και να συνειδητοποιείς την ομορφιά της έννοιας «ματαιότητα». Μια σάρκα που αρχίζει να με αργό και σταθερό ρυθμό να σταφιδιάζει. Τρίχες που ασπρίζουν. Δόντια που πέφτουν. Το γλαύκωμα στο μάτι. Κι εγώ να πρέπει να χαρώ για μια ζωή που δεν έζησα ποτέ επειδή λένε, «θα έρθουν καλύτερες μέρες». Και κάπου εκεί στο βάθος ανάμεσα στα ρούχα, μέσα στη χρυσή βιτρίνα η ψυχολόγος. Παρκαρισμένη στη ζωή μου από τα δέκα μου τα χρόνια σα δώρο Χριστουγέννων απ' τους χωρισμένους μου γονείς για να έχω λέω πως δουλεύω με τον εαυτό μου ενώ δουλεύω τον εαυτό μου. Δεν υπάρχει θεός…
Ααααχ…
Μηχανολόγος μηχανικός σε μια μεζονέτα κάπου χωμένη στο Μετς και το υπέρδιπλο κρεβάτι μου να μην έχει χαρεί το σεξ που υποτίθεται θα έπρεπε να χαρεί, όπως οφείλει να το χαίρεται ένα σωστό ανθρώπινο ον σε αυτή την οικουμένη. Δεν ξέρω. Μπορεί και να μην είμαι του σεξ. Μου αρέσει το σεξ. Νομίζω… Αλλά δεν το κάνω και συχνά. Τον παίζω βέβαια. Αλλά σεξ όχι… Δηλαδή… Θέλω… Νομίζω πως θέλω… Δεν το κυνηγάω βέβαια. Αλλά θα προτιμούσα μια σύντροφο στη ζωή μου κι όχι ξεπέτες. Αν το καλοσκεφτώ βέβαια δεν έχω υπάρξει ποτέ σε σχέση ή ερωτευμένος. Ίσως να φταίει κι αυτό βέβαια που κάνω τόσα πολλά για εμένα. Για να καταπνίξω ίσως την επιθυμία μου. Το μοναδικό μου απωθημένο απέναντι στον κόσμο. Ένα απωθημένο στον αντίποδα της μοναξιάς μου και που ίσως να «ακούει» στο όνομα συντροφικότητα. Ένα χάδι. Ένα βλέμμα. Ένα «σ' αγαπώ»… Ένα «στο διάολο μαλάκα τι έκανες στη ζωή σου;»
Ααααχ…
Μια μοναξιά που δεν έχει υλική υπόσταση. Δε μου λείπει κάτι από τη ζωή μου. Όλα τα έχω πανάθεμά με. Τους γονείς μου τους έχω. Τη δουλειά μου την έχω. Πτυχία έχω. Μεταπτυχιακά έχω. Δουλειά έχω. Λεφτά έχω. Φίλους έχω. Εκδρομές και ταξίδια έχω. Ποτά, μουσική και τραγούδι έχω. Βιβλία έχω. Φυτά έχω. Γνώσεις έχω. Χόμπι έχω. Ίσως κάπου εκεί στο βάθος να αρχίζω να ανακαλύπτω μέρα με τη μέρα πως εν τέλει, μάλλον, δεν έχω το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Εμένα! Το πιο ευτελές, αθώο κι αγνό πράγμα. Την υπόστασή μου.
Ααααχ…
Μεσήλικας πια με μόνο μου χούι να αναστενάζω σε όλα αυτά που θα μου "χτυπήσουν" μια ευαίσθητη χορδή «παίρνοντάς» το στην πλάκα. Αυτοσαρκάζοντας τη ζωή μου καθώς ξέρω πολύ καλά πως όταν όλα τελειώσουν. Όταν όλα κλείσουν. Όταν όλοι αποχωρήσουν. Όταν όλοι απομακρυνθούν και τα φώτα σβήσουν. Έστω για λίγο. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Εγώ θα πρέπει να έρθω αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Ενός εαυτού που ποτέ δεν αγάπησα και που μάταια τόσους αιώνες η δύστυχη καλοπληρωμένη μου ψυχολόγος πασχίζει να αναιρέσει, ενώ βαθιά μέσα μου ξέρω πως δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Ένας μοντέρνος Ιησούς Χριστός να σέρνει μόνος τον δικό του σταυρό στον Γολγοθά, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να τον πετάξει χάμω και να σηκωθεί να φύγει χορεύοντας στον ρυθμό του «Κι αν ξυπόλυτη χορεύω.»
Ααααχ…
Θλίψη. Μια θλίψη που θα γίνει βούρκωμα. Ένα βούρκωμα που θα μετατραπεί σε δάκρυα και τέλος σε πλάνταγμα βαρύ κι ασταμάτητο στο βωμό της μοναξιάς που επισταμένα τόσα χρόνια προσπαθώ να επικαλύψω με γνώσεις και φίλους, μετονομάζοντάς την σε κάτι άλλο από αυτό που είναι για μια στιγμή απαλλαγής. Μια πνοή ελευθερίας. Ενός αναστεναγμού. Για έναν νταλκά, έναν βραχνά έτσι ώστε να μπορέσω να απαγκιστρωθώ για μια στιγμή κι έτσι ν' αναρωτηθώ. «Άνθρωπος δεν είμαι;»
Ααααχ…
Και θα φτάσω εβδομήντα και η ψυχολόγος μου θα είναι πια νεκρή. Το γήρας θα την έχει πάρει μακρυά μου. Κι εγώ θα μείνω και πάλι μόνος. Γι' άλλη μια φορά θα μείνω μόνος. Όπως μόνος μένω κάθε μέρα. Δίπλα στη σκοτεινή τρύπα της ψυχής μου που διαρκώς ρουφά οτιδήποτε την πλησιάσει… Και τότε; Που θα λέω πια τα προβλήματά μου; Σε ποιον θα πηγαίνω πια να εναποθέτω τα άσχημα της ζωής μου για να μπορώ να φεύγω ανάλαφρος έτσι ώστε η ζωή να κυλά πιο όμορφα και πιο ήρεμα; Για να μπορώ να χαμογελώ απέναντι στη ζωή που διαρκώς μου ζητά πράγματα που δεν έχω καν να δώσω; Σε ποιον όταν το μόνο άτομο που μπορούσα να πάω και να κλάψω για τη ζωή που εγώ επέλεξα να ζήσω και που ποτέ δεν το παραδέχτηκα θα έχει φύγει απ' τη ζωή;
Όπως έφυγα εγώ…
Πριν καλά - καλά έρθω…
Και που δεν ήρθα ποτέ…
Ααααχ…
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου