Ερχομός.

    

    Και για πρώτη φορά στη ζωή μου Είδα! Για πρώτη φορά σε αυτά τα σαράντα μου χρόνια, μπόρεσα και είδα! Τα μάτια μου άνοιξαν. Ήταν καθαρά πια. Δεν υπήρχαν δάκρυα. Ίσως βέβαια μια αμυδρή υποψία για ένα μικρό, αμελητέο κάπου εκεί στην άκρη των βλεφάρων. Αλλά Πλέον είδα! Είδα γιατί έβλεπα. Είδα τη θάλασσα. Το γαλάζιο της. Είδα τα κύματα. Τον αφρό που πάφλαζε στο καράβι προς την Κύθνο. Τους γλάρους από πάνω μας καθώς έκαναν κύκλους και συνόδευαν το καράβι στην ακτή. Τα χαμηλά σύννεφα που ταξίδευαν γοργά στον ουρανό λόγο του αέρα. Τα σχήματά τους αλλά και την ομορφιά τους. Είδα τους δικούς μου στα πέρα καθίσματα να κοιτάν ο ένας τον άλλο και να μιλάνε. Είδα τους γύρω μου να περιμένουν να βγουν στον κάβο για να τρέξουν στην παραλία του νησιού. Κύθνος… Πόσα χρόνια είχα να έρθω; Από τότε με τη Μίνα στο γάμο της Αλεξάνδρας. Ούτε που θυμόμουν πως μοιάζει το νησί. Και τώρα να! Τι μαγεία! Οι ακτές που ξεπροβάλουν απ' το βάθος. Το άσπρο. Είδα τη γη της. Το καφέ αλλά και το γαλάζιο του νερού. Τα χρώματα του όλου. Είδα τα χέρια μου. Τα δάχτυλά μου. Τα ρούχα που φορούσα. Δεν είχαν καν προσέξει τι φορούσα. Τώρα πια… Τέλος είδα τον ορίζοντα, μα όχι και τον ήλιο. Το πράσινο στο βάθος που δέσποζε ανάμεσα στην ξέρα. Το βάθος Ένα βάθος που μας πλησίαζε και γινόταν νησί. Έπαιρνε μορφή κι εγώ μπορούσα να το δω. Να δω την ομορφιά! Πόση γαλήνη ανοιγόταν μπροστά μου κι εγώ την έβλεπα. Την αγκάλιαζα. Τη θαύμαζα και πλέον τη μετρούσα. Την υπολόγιζα.

    Ύστερα ήρθε ο ήχος. Άκουσα! Φωνές αναμεμιγμένες με γέλια και σφυρίγματα. Το όνομά μου που ερχόταν από τους δικούς μου που μιλούσαν με τον Μάριο. Άκουσα το νερό που έσκαγε στα πλάγια του πλοίου, καθώς αυτό το έσκιζε στα δυο. Αμάξια να μαρσάρουν. Μουσική απ' τα μεγάφωνα και από τα κινητά των επιβατών. Άκουγα τα πουλιά πάνω απ' το καράβι. Το βουητό και το τρίξιμό του. Έκλαιγα. Άκουγα τους λυγμούς που προσπαθούσα να κρύψω, μα μάταια. Ο πόνος ήταν δριμύς και σα σφυρί που πλέον ένιωθα στα έγκατα του νου μου, βάραγε το παρόν μου δίχως άλλο. Άκουγα τους ανθρώπους στο βάθος και ρούφαγα στιγμές. Ρούφαγα σα στερεμένη γη το νερό της βροχής που και πάλι δεν της έφτανε κι ήθελε ακόμα πιο πολύ. Άκουγα τα κατοικίδια των επιβατών που ήταν κλεισμένα στα κλουβιά ή δεμένα στα λουριά. Άκουγα τα μωρά να κλαίνε. Τα κοσμήματα να βαράνε πάνω στο λαιμό μου παρασυρόμενα απ' τη δίνη του αέρα. Άκουγα! Άκουγα σα να μην είχα ακούσει ξανά ποτέ. Άκουγα και πάλι άκουγα.

    Το τρίξιμο τους καραβιού που σε λίγο έπιανε λιμάνι, με τράνταξε συθέμελα με αποτέλεσμα να πιαστώ απ' την κουπαστή ορμώμενη από φόβο. Ήταν υγρή και άγρια η επιφάνειά της, αφού το νερό της θάλασσας με τα χρόνια είχε φουσκώσει το χρώμα κι έκανε κόμπους πάνω στην επιφάνεια του μετάλλου. Με άγγιξα και με ένιωσα. Μπόρεσα πραγματικά να με νιώσω. Ένιωσα το δεδομένο μου. Την ύπαρξη μου. Τα νιάτα μου που έφευγαν και όδευαν στο τέλος. Με χάιδεψα κι ένιωσα τη μαλακή επιδερμίδα μου. Την υφή του υφάσματος απ' το αέρινο, εμπριμέ φόρεμά μου. Το ψάθινο καπέλο στα λιτά μαλλιά μου. Ένιωσα τον αέρα που πέρναγε ανάμεσά τους. Τα σταγονίδια της θάλασσας που τα έφερνε ο άνεμος πάνω στο πρόσωπό μου. Το λίβα του καλοκαιριού πάνω στο κορμί μου που ίδρωνε κάτω απ' το φόρεμά μου. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά κάτω από το στήθος μου και το άγγιγμα του Μάριου στη μέση μου. Τα χέρια του να με τραβάν και να με σφίγγουν πάνω στο κορμί του. Τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Γεμάτα και σαρκώδη καθώς ρουφούσαν τη γλύκα των δικών μου των χειλιών. Ένιωσα την αγάπη του. Το ενδιαφέρον. Ένιωσα το βλέμμα του γεμάτο γαλήνη κι ευτυχία που θα περνάγαμε όλοι μαζί λίγες μέρες στο νησί. Με έπιασα να νιώθω ανυπομονησία για το μετά, το σε λίγο. Ένα "σε λίγο" που πέρναγε και γινόταν πριν, πριν καλά το καταλάβω. Μου σκούπισε τα δάκρυα και μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο κατανόησης, ζεστό σαν καλοκαίρι.

    Ποτέ ξανά στη ζωή μου δεν είχα νιώσει τη ζωή μου πιο δυνατή και πιο ζωντανή σαν και τώρα. Πως όλα έπαιρναν πλέον φως και χρώμα. Σχήμα και ρυθμό. Βάθος κι επιφάνεια. Πως όμως; Εγώ που ζούσα σαράντα χρόνια τώρα. Τώρα να μπορώ; Τώρα που το δεδομένο χανόταν από τον ορίζοντα και μέτραγα καιρό; Στιγμές που είχαν ημερομηνία λήξης αφού το σώμα μου πια έτρωγε τα σωθικά μου κι όδευα προς τέλος; Ένα τέλος που ήρθε στη ζωή μου πολύ νωρίτερα απ' το καθορισμένο, μέσω μιας κλήσης στο κινητό μου καταμεσής του Αιγαίου. Μιας κλήσης απ’ το γραφείο του γιατρού μου, στο καράβι προς την Κύθνο.

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις