Σεισμός.
«Η ζωή είναι ωραία.» Έτσι έλεγε όταν με κοίταγε στα μάτια.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρναγα το κεφάλι και με κοίταγε. Ποτέ δε μου είπε το λόγο που με κοίταγε, όσες φορές κι αν ρωτούσα. «Γιατί χαμογελάς;» Γιατί να χαμογελάει κάποιος όταν σε κοιτάει; Τι να αισθάνεται άραγε; «Έτσι!» Πόσες απαντήσεις να κρύβουν άραγε τα «έτσι» μας; Κι έτσι συνέχιζε να με κοιτά όταν έκανα πως δεν κοίταγα. Μόνο που κοίταγα κι ας έκανα πως δεν κοίταγα για να συνεχίσει να με κοιτά και να γελά. Δεν τα ήθελα τα «έτσι» που μου έδινε για απαντήσεις κι έτσι αρκόμουν στο απλό χαμόγελο που έσκαγαν τα χείλη όταν έκανε να με κοιτάξει.
Τι αισθανόταν όταν με κοίταγε άραγε;
Τα λακκάκια γύρω απ' τα χείλη. Οι ζάρες της χαράς. Το στίγμα της στιγμής. Να προδίδουν με τη σειρά τους τα συναισθήματα και το μέσα μου να πλημμυρίζει με αίσθημα ξεχασμένο από καιρό. Αίσθημα θαμμένο απ' τα ίδια μου τα χέρια φερμένο από πληγές του παρελθόντος κι εγώ να ξαφνιάζομαι. Να χαίρομαι και να ζητάω πιο πολύ. Κοίταγα. Έκανα πως δεν κοίταγα αλλά φυσικά και κοίταγα. Ποιος δε θα κοίταγε; Όσο κι αν έκανε να κρυφτεί, η λάμψη των ματιών φώτιζε τους λόγους τόσο έντονα που απάντηση δεν ήθελα καμιά.
«Η ζωή είναι ωραία.» Έτσι έλεγε όταν με κοίταγε στα μάτια κι εγώ να θέλω να γελάσω αφού μου ερχόταν η ατάκα από τα «Κόκκινα φανάρια».
Με κράταγε απ' το χέρι όταν περπατάγαμε στο δρόμο. Ένα χέρι που δεν κράταγα ούτε εγώ. Πόσο αστείο. Να απαξιώ ακόμη κι εγώ για το ίδιο μου τον εαυτό. Αλλά να. Το χέρι μου κρατά και η ζωή να μου χαμογελά. Ή έστω νόμιζα πως μου χαμογελά. Έχωνα τα νύχια μου καθώς μου έσφιγγε το χέρι από φόβο μη και χάσω τη χαρά. Μια χαρά που πίστευα πως δε θα βρω ποτέ. Για το νοιάξιμο. Το ενδιαφέρον. Το μαζί σε ένα μαζί που έκανε το χώρια να φαντάζει μικρό. Αόρατο και μακρινό. Χαμογέλαγε. Πάλι χαμογέλαγε.
«-Γιατί χαμογελάς;»
«-Έτσι!»
Κι έτσι απλά όπως απλά γίνονται τα πράγματα απλά έγινε κι αυτό. Και πέρασε ο καιρός και ήρθε ο «σεισμός» και η ζωή ήταν ωραία μόνο που δε μου κράταγε παρέα, ούτε μου χαμογέλαγε όπως έκανε παλιά και το χέρι δε μου κράταγε όπως μου κράταγε σφιχτά. Πέρασε. Καλά περάσαμε και πέρασε. Όπως καλά περνάμε σε όλα στη ζωή, ανάβοντας ταμπέλες σε εισόδους καταγωγίων που αναβοσβήνουν εκνευριστικά «όλα τα καλά κρατάνε λίγο». Μόνο που τα καλά κρατάνε όσο θέλουμε να κρατήσουν.
Πόση δύναμη θα μπορούσε ένας άγνωστος που μπήκε στη ζωή ενός αγνώστου να αλλάξει τη δομή του; Πόση χαρά κι ελπίδα φέρνει η στάση του ενός έναντι στον άλλον; Ελπίδες που χάνονται στη στιγμή. Χρόνια μόχθου για την κατασκευή του υπέρτατου, του ανυπέρβλητου, έτσι ώστε να γκρεμιστούν με τον πρώτο σεισμό. Κι εγώ να φοβάμαι τους σεισμούς. Να τρέμω μη και γκρεμιστώ. Μη σπάσω και ξαναχαθώ. Μην καταστραφώ γιατί μόλις είχα ανεγερθεί. Υπέρλαμπρο, πανύψηλο οικοδόμημα, με άπλετη πανέμορφη θέα στη θάλασσα να στέκει εκεί να εκτιμηθεί. Κι εγώ να στέκομαι αγέρωχο καθώς σείομαι και νιώθω τις δονήσεις, το βουητό ενός επικείμενου σεισμού. Βλέπεις τα κτήρια αγαπάνε τους κατοίκους τους. Τους αγκαλιάζουν και τους προσφέρουν θαλπωρή κι ασφάλεια μέχρι να έρθει η καταστροφή για να χαθούνε στη στιγμή. Χαρές. Ελπίδες. Όνειρα. Μόχθοι. Χρόνος. Σκόνη και θρύψαλα στο βωμό του εγωισμού. Του εγώ που παίρνει και δε δίνει γιατί δεν έχει να δώσει. Όσα χαμόγελα κι αν χαμογελάσει. Όσα χέρια κι αν απλώσει. Όσα χάδια κι αν χαϊδέψει. Όσες στιγμές κι αν μοιράσει. Πάντα κάποιος θα είναι εκεί για να κατακρημνιστεί.
Βλέπεις ξεχνάμε να θυμηθούμε για να εκτιμήσουμε την πόρτα που ανοίγει για να μπούμε. Να εκτιμηθούμε και ν' αγαπηθούμε. Τελείωσε. Το κτήριο έπεσε. Δεν αναστυλώνεται. Ταμπέλα με τίτλο «ανέγερση εκ νέου» ανάμεσα στα μπάζα, σκόνη στον αέρα και πτώματα παντού. Και τώρα ησυχία. Μια σιωπή πριν την καταστροφή. Και μετά φωνές. Ουρλιαχτά. Πόνος και οδύνη.
Τόσος καιρός μόχθου, εμπιστοσύνης κι ελπίδας για μια στιγμή χαράς μέχρι το άδοξό της τέλος. Εκείνης της τελευταίας φοράς. Που θα σε δει. Θα σε φιλήσει. Θα σε αγκαλιάσει. Θα σου πει «σε αγαπώ». Μιας τελευταίας φοράς όπως γίνεται για το οτιδήποτε στον κόσμο. Γιατί όλα εν τέλει στη ζωή, έχουν μια τελευταία φορά. Όπως κάθε φορά.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου