Δώδεκα χρόνια.
Δώδεκα χρόνια!
Δώδεκα χρόνια ήμουν πλάι σου. Σου στεκόμουν. Σε φρόντιζα. Σε συντρόφευα. Σε πρόσεχα κι ας μη με είχες παντρευτεί.
Δώδεκα χρόνια δεν κούνησα ρούπι απ' το πλευρό σου. Ήμουν εκεί. Κερί αναμμένο για ό,τι κι αν χρειαστεί.
Δώδεκα χρόνια δεν παραπονέθηκα στιγμή. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Δεν είχα μάθει να αγκομαχώ. Όποιος αγκομαχά είναι δειλός.
Δώδεκα χρόνια ζεστό φαΐ στο τραπέζι πάντα θα έβρισκες μετά τη δουλειά κι εγώ πλάι σου να τρώω σιωπηλά.
Δώδεκα χρόνια τα ρούχα σου στην θέση τους κι όπως πρέπει. Παντελόνια, πουκάμισα, βρακιά, φανέλες, κάλτσες πάντα σιδερωμένα και με τσάκιση. Κοστούμια στις κρεμάστρες, ζώνες στα συρτάρια, γραβάτες στο τσιγκέλι και παπούτσια γυαλισμένα - καθαρισμένα στο ντουλάπι.
Δώδεκα χρόνια ένα σπίτι καθαρό και μυρωδάτο. Απαστράπτον απ' άκρη σ' άκρη. Να σηκώνομαι από το πρωί κάθε μέρα να καθαρίζω για να είναι έτοιμο όταν επιστρέψεις από τη δουλειά.
Δώδεκα χρόνια δε ζήτησα τίποτα. Δε ρώτησα τίποτα. Δεν παραπονέθηκα για τίποτα. Όλα τα είχα κι όσα δεν είχα δε μου χρειάζονταν.
Δώδεκα χρόνια και ο κήπος μας το καμάρι της γειτονιάς με λογιών - λογιών λουλούδια να μοσχοβολά ο τόπος. Η μόνη ασχολία που είχα τα απογεύματα και με χαλάρωνε.
Δώδεκα χρόνια κι εσύ να αρρωσταίνεις κι εγώ στο προσκεφάλι σου.
Δώδεκα χρόνια κι εσύ να χειροτερεύεις. Με πυρετούς. Άνοιγες πληγές στο δέρμα. Τα πόδια μαύριζαν. Το αίμα δεν έπηζε και η όρασή σου μέρα με τη μέρα να χάνεται.
Δώδεκα χρόνια και μεγαλύτερη χαρά δεν πήρα ώσπου όταν ο θάνατος με απάλλαξε από την καταπίεση σου. Τη λαιμαριά που φόραγα όσα χρόνια σε υπηρετούσα.
Δώδεκα χρόνια κι ένα χάδι δεν έλαβα ποτές μου. Μια καλή κουβέντα. Ένα «μπράβο». Ένα «σ' αγαπώ». Δεν ήξερες από αυτά εσύ.
Δώδεκα χρόνια κι ένα παιδί δεν κάναμε ποτέ. Κι αυτό που θα ερχόταν στη ζωή μου το πήρες με το έτσι θέλω μέσα από τη μήτρα κι εγώ να μη μιλώ. Πως να ήταν σήμερα το νεκρό παιδί μου; Δε θα μάθω ποτέ.
Δώδεκα χρόνια και μια εκδρομή δε με πήγες ποτέ. Μια βόλτα στην πόλη. Ένα τραπέζι με φίλους. Σε ένα γάμο. Με έκρυβες. Με έκανες να ντρέπομαι και να στεναχωριέμαι.
Δώδεκα χρόνια έπινες κι έτρωγες σαν καλοθρεμμένο μοσχάρι που πάει για σφαγή. Κι εγώ να υπομένω την πείνα και την ταπείνωση γιατί έτσι έπρεπε να κάνω.
Δώδεκα χρόνια να σου μαγειρεύω όσα γλυκά και φαγητά ήθελες με έξτρα φυτίνη, παραπάνω ζάχαρη, διπλάσια αυγά κι έξτρα σιρόπι. Να σου βάζω να τρως και να τρως και βλέπω το στόμα σου να καταβροχθίζει τη μια μπουκιά μετά την άλλη εναλλασσόμενες με ποτήρια κρασί και τα ρούχα σου μέρα με τη μέρα να ανεβαίνουν νούμερο και οι εξετάσεις αίματος να χειροτερεύουν κι εσύ να ζητάς κι εγώ να δίνω καθώς η ζωή σου έπαιρνε την ίδια τη ζωή.
Δώδεκα χρόνια και μια φωτογραφία δε βγήκαμε μαζί. Ένα δέντρο δε στολίσαμε. Σε ένα θέατρο δεν πήγαμε. Υπήρχαμε απλά σε ένα σπίτι δύο ξένοι που μοιράζονταν το ίδιο οξυγόνο. Ένα οξυγόνο που αν μπορούσες θα το έκλεβες κι αυτό.
Δώδεκα χρόνια να χάνω τα νιάτα μου δίπλα σε εσένα που δεν εκτίμησες ποτέ το παραμικρό. Τις ώρες. Τις μέρες. Τους μήνες. Τα χρόνια. Τι έκανες μωρέ όλα αυτά τα χρόνια; Που ήσουν;
Δώδεκα χρόνια κι ένα πρωί Τετάρτης χάνεις τα πόδια σου για να καταλήξεις άνθρωπος μισός σε ένα κρεβάτι. Στα κόψαν με πριόνι για να μην φτάσει η γάγγραινα στην καρδιά.
Δώδεκα χρόνια να σε καθαρίζω. Να σε ξεσκατίζω. Να σε ταΐζω. Να σε ντύνω. Να σε αλλάζω. Για να καταλήξω να σε μετακινώ στο ίδιο μας το σπίτι πάνω σε ένα τραπέζι με ρόδες. Μπουφές κατάντησες.
Δώδεκα χρόνια που φάνταζαν ογδόντα. Δώδεκα αργά και σταθερά χρόνια για να έρθει το μοιραίο. Στο δωμάτιο με τα κλειστά παντζούρια. Πλάι στο κρεβάτι. Στις ντάνες με τους δίσκους και τα φαγητά που διέταζες να σου μαγειρεύω. Μες τα ούρα και τα ξερατά. Στα σκουλήκια από τις μύγες που γεννάγαν μέσα στις ακαθαρσίες σου πάνω στα σεντόνια. Στις μύξες που ξέρναγε η μύτη και τα αφρισμένα σάλια που τρέχαν απ' το στόμα σου. Κάπου βαθιά στο σκοτεινό δωμάτιο που είχες χαντακωθεί και την πυκνή βρωμιά, σε βρήκε η άθλια σήψη.
Δώδεκα χρόνια και να που τελικά πάμε κάπου μαζί. Στην εκκλησιά. Έξι άτομα χρειάστηκαν να μεταφέρουν το φέρετρό σου. Φαντάσου να είχες και τα πόδια σου. Πούλμαν θα ναυλώναμε.
Δώδεκα χρόνια και μόνο δέκα άτομα ήρθαν στην κηδεία σου. Κανείς δε με αναγνώριζε. Πως να γίνει άλλωστε; Αφού κανείς ποτέ δε με είχε δει;
Δώδεκα χρόνια και πρώτη φορά έβαλα τα κλάματα.
Δώδεκα χρόνια. Θεέ μου. Αυτό θα πει ευτυχία;
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου