Ο τελευταίος χορός.

    

    Τα χέρια μου είναι αυτά; Πως έγιναν έτσι; Εγώ; Εγώ τα μάτια μου έκλεισα και ήμουν δέκα χρονών, μέχρι να τα ανοίξω ογδόντα. Δε με αγαπάει ο χρόνος. Γέρασα και μόνη. Μόνη με τον πόνο της ερημιάς. Δεν έχω μνήμες από κανέναν. Δεν έχω κανέναν.

    Είχα όνειρα εγώ, ήθελα να γίνω χορεύτρια. Χορεύτρια ρε συ, να σπάω τη μέση μου με τέτοιο τρόπο που όλοι οι άντρες θα με κοίταγαν και θα με ερωτεύονταν ακαριαία. Μια χορεύτρια της πιο μεγάλης σκηνής με φώτα, μουσικές, ορχήστρα. Εγώ να χορεύω, να χορεύω, να χορεύω μέσα στο γέλιο και τον ενθουσιασμό για τη ζωή που ζω τώρα, τη ζωή που έχτισα μόνη μου, τη ζωή που θέλω, που ήθελα, και που δε θα έχω. Πεθαίνω...

    Δε μπορώ να περπατήσω μάτια μου, δεν έχω τη δύναμη να το κάνω, και όμως η μικρή μέσα μου χτυπιέται και φωνάζει, σχεδόν με ξεμαλλιάζει. Την αναγκάζω βλέπεις να ζει κάτω από αυτό το δέρμα που ζυγίζει ογδόντα κιλά, κιλά που δε μπορεί να σηκώσει, γιατί είναι μικρή, μικρή και αδύναμη, έρμαιο στη ροπή της φύσης που την ανάγκασε να πεθαίνει σε μικρή ηλικία μέσα μου και εγώ να σπαρταράω για τις επιλογές που μου άπλωσαν το χέρι και εγώ τις έδιωχνα γιατί ήμουν δειλή και φοβητσιάρα. Ένα μικρό κορίτσι που μεγάλωσε αλλά ποτέ δεν ωρίμασε. Και ανώριμο θα πεθάνει.

    Ότι αγάπησα πέθανε καιρό τώρα. Ο άντρας μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Νεκρά. Νεκρή και εγώ. Όχι ζωντανή; Νεκρή; Νεκρή ναι. Με χτυπάν τα χρόνια σαν πουλιά που πέφτουν πάνω σε τζαμαρίες και έπειτα νεκρά στο δρόμο. Αλλά εγώ εδώ να κάνω παρέα στα φαντάσματα του παρελθόντος μου, σε αυτά που πάνε και έρχονται. Και εγώ εδώ μόνη να κρατάω το παιδικό φόρεμα που ποτέ δε φόρεσα. Πότε θα πεθάνω;

    Μόνο αυτή η πολυθρόνα μου έμεινε, μόνο αυτή με αγαπάει, μόνο αυτή καταλαβαίνει τον πόνο στα κόκαλα μου, μόνο αυτή τον ανακουφίζει. Ο Χειμώνας όχι, με φυσάει και δεν έχω δύναμη να ζεσταθώ, δεν έχω κάποιον να με ζεστάνει και αυτή καρδιά μου σβηστή από μικρό παιδί, ένα σπίρτο για ανταλλαγή αγάπης και μια ώρα ζεστασιάς θα ήταν ένας παράδεισος στα πονεμένα μου νιάτα, που γέρασαν και αυτά μαζί με τις μνήμες μου, μνήμες ενός καλοκαιριού στα Μάταλα ή και στην Ύδρα, αχ ναι στην Ύδρα. Γέρασα παιδάκι μου και δεν μπορώ, πονάω.

    Το τηλέφωνο δε χτυπά και μια φωνή να με ρωτήσει "τι κάνεις" δεν υπάρχει. Βαριά ερώτηση, το πληρώνεις το ενδιαφέρον στις μέρες μας μη νομίζεις. Κοιτάω τη βροχή και τους πάντες να τρέχουν να φυλαχτούν από αυτή. Τρέχουν. Αχ και να ήξεραν τι δύναμη έχουν στα πόδια τους, και εγώ να τα χτυπώ και να κλαίω, να κλαίω για τη προδοσία τους, που με άφησαν ανήμπορη και ανίκανη να πάω από τη κουζίνα στο δωμάτιο. 
Νιώθω ότι φεύγεις. Προσπαθώ να σε κρατήσω αλλά τρέχεις. Γιατί τρέχεις; Δε σε φτάνω αγάπη μου. Τι σου έκανα; Και μένω μόνη, και τα φώτα στη σκηνή να χαμηλώνουν, και το πλάνο να σβήνει, και εγώ να γέρνω το κεφάλι να δω τη φωτογραφία σου στον τοίχο. Πόσο όμορφος;

    Με αγαπάς άραγε; Με σκέφτεσαι; Είμαι για εσένα τίποτα; Σου έδωσα αρκετά; Χάρηκες από εμένα; Με θυμάσαι; Ποια είμαι;

    Γιατί; Άραγε το φόρεμα θα το φορέσω ποτέ; Θα χορέψω;

    Θα τρέξω μακριά από τον πόνο της ερημιάς; Από εκεί που είσαι με βλέπεις; Μου στέλνεις φιλιά και δύναμη; Θα έρθω αγάπη μου. Έρχομαι. Μία από αυτές τις μέρες θα έρθω. Μην ετοιμάσεις τίποτα. Μόνο τα χέρια σου να μου δώσεις να πιαστώ, και να μου χαρίσεις το χορό που ποτέ δε χόρεψα.

    Αν με αγαπάς, χόρεψε με!

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις