Ο Νίκος.
Ζω σε ένα σπίτι έρημο πλέον.
Μόνος...
Εκεί που είχαν γεννηθεί τόσα όνειρα, τόσες προσδοκίες.
Και τώρα νεκρό.
Κενό...
Βουβό...
Ήσυχο...
Τόσο ήσυχο που και εγώ να κάνω φασαρία δε θα ακουστεί.
Αποβλάκωση… Κοιτάω το ταβάνι και σκέφτομαι τι να γράψω, τι να πω; Έχω κάνει δεκαπέντε απανωτά τσιγάρα και έχω πιει τρεις ελληνικούς καφέδες διπλούς, μέσα σε δύο ώρες! Τι μπορεί να σου κάνει η πολύ σκέψη ε;
Έχει περάσει αρκετός καιρός και έχω χάσει γύρω στα αρκετά κιλά. Δεν τρώω, δε έχω την άλλοτε όρεξη που είχα με τον Νίκο, γι' αυτό θα ήθελα να το βγάλω από μέσα μου και να μιλήσω σε εσάς. Διαβάστε, με πολύ προσοχή το τι θα γράψω, όχι για εμένα αλλά για την δύναμη που καταβάλω να το εξιστορήσω σε εσάς… Δεν είναι μια ιστορία που θα πείτε “ααααα τι διάβασα” αλλά ποιος χέστηκε εγώ αυτό έζησα...
Ήταν Φεβρουάριος του '98 σε μια ωραία πολυκατοικία, περιοχή δε μας ενδιαφέρει, στον πέμπτο όροφο, διαμέρισμα 14! Δεν θυμάμαι αν με ξύπνησε το ξυπνητήρι ή ο συναγερμός του αυτοκινήτου πάντως κατάφερε να με εκτινάξει σαν ελατήριο από το κρεβάτι και να συνειδητοποιήσω την απουσία του Νίκου. Το ξυπνητήρι ήταν στην τραπεζαρία και βάραγε τόσο έντονα, τόσο μονότονα όπως και κάθε πρωί, μόνο που ο ήχος στο γυάλινο τραπέζι που ήταν τοποθετημένο τον ενίσχυε κατά πολύ. Θυμάμαι ότι βγήκα από την κρεβατοκάμαρα και έριξα πάνω μου μια ζακέτα μιας και η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και έμπαινε μέσα όλο το κρύο του Φλεβάρη. Καθώς έψαχνα τα δωμάτια φώναζα το όνομα του χωρίς καμιά απόκριση πράγμα που δε μου έκανε καθόλου εντύπωση καθώς ο Νίκος ολίγον τι ρομαντικός συνήθιζε να πηγαίνει πρωί πρωί στον φούρνο της γειτονιάς για κρουασάν και λουκουμάδες με ζάχαρη που ήξερε ότι μου άρεσαν. Όταν έφτασα στον τραπέζι και έκλεισα το ξυπνητήρι, ο συναγερμός του αυτοκίνητου που άνηκε σε έναν καλοσυνάτο γείτονά μας, όπως και άνθρωπο, συνέχιζε να βαρά με τόση μανία που βγήκα στο μπαλκόνι μόνο και μόνο να δω για πιο λόγο βάραγε!
Το θέαμα…
Το θέαμα ήταν…
Ήταν Φεβρουάριος του '98 σε μια ωραία πολυκατοικία, περιοχή δε μας ενδιαφέρει, στον πέμπτο όροφο, διαμέρισμα 14! Δεν θυμάμαι αν με ξύπνησε το ξυπνητήρι ή ο συναγερμός του αυτοκινήτου πάντως κατάφερε να με εκτινάξει σαν ελατήριο από το κρεβάτι και να συνειδητοποιήσω την απουσία του Νίκου. Το ξυπνητήρι ήταν στην τραπεζαρία και βάραγε τόσο έντονα, τόσο μονότονα όπως και κάθε πρωί, μόνο που ο ήχος στο γυάλινο τραπέζι που ήταν τοποθετημένο τον ενίσχυε κατά πολύ. Θυμάμαι ότι βγήκα από την κρεβατοκάμαρα και έριξα πάνω μου μια ζακέτα μιας και η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και έμπαινε μέσα όλο το κρύο του Φλεβάρη. Καθώς έψαχνα τα δωμάτια φώναζα το όνομα του χωρίς καμιά απόκριση πράγμα που δε μου έκανε καθόλου εντύπωση καθώς ο Νίκος ολίγον τι ρομαντικός συνήθιζε να πηγαίνει πρωί πρωί στον φούρνο της γειτονιάς για κρουασάν και λουκουμάδες με ζάχαρη που ήξερε ότι μου άρεσαν. Όταν έφτασα στον τραπέζι και έκλεισα το ξυπνητήρι, ο συναγερμός του αυτοκίνητου που άνηκε σε έναν καλοσυνάτο γείτονά μας, όπως και άνθρωπο, συνέχιζε να βαρά με τόση μανία που βγήκα στο μπαλκόνι μόνο και μόνο να δω για πιο λόγο βάραγε!
Το θέαμα…
Το θέαμα ήταν…
Αποκρουστικό. Αλλά δεν ήταν αυτό. Ήταν ο λόγος, ο λόγος που μου έκοψε τα πόδια, ο λόγος που με έκανε να πέσω κάτω και να προσπαθώ να «πιάσω» την ανάσα μου μέχρι να σταματήσει η καρδιά μου να χτυπά τόσο γρήγορα, και να φύγει η θολούρα από τα μάτια μου. Μου πήρε κάπου στα δύο λεπτά, δύο λεπτά μέχρι να πιάσω την κουπαστή, να σηκωθώ, να μπω μέσα και να κατέβω μέχρι το πεζοδρόμιο. Οι σκάλες ήταν τόσες πολλές που σχεδόν τις κατέβηκα κουτρουβαλώντας φωνάζοντας το όνομα του και ταυτόχρονα να καταριέμαι την τύχη μου.
Όταν έφτασα στην πόρτα, ήταν ήδη ανοιχτή και όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν μαζευτεί στην είσοδο για να αντικρίσουν αυτό που έμελλε να δω και εγώ στα επόμενα εφτά δευτερόλεπτα, τόσα όσα χρειαζόμουν για να απομακρύνω τους πάντες, σπαράζοντας το όνομα του και εγώ να κλαίω, να κλαίω τόσο που τα δάκρυα να με τύφλωναν έως ότου να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με το πτώμα του.
Η πτώση του είχε προσφέρει απλόχερα έναν ακαριαίο θάνατο καθώς είχε πέσει με το κεφάλι στο ουρανό του αυτοκινήτου και εν συνεχεία σπάζοντας τη μέση του στο παρμπρίζ. Όταν ο συναγερμός έκλεισε, παντού γύρω επικρατούσε μια ηρεμία που μου επέτρεπε να ακούσω από το βάθος την κυρία Σία να καλεί ασθενοφόρο! Γονάτισα μπροστά του, είχε πέσει στο δρόμο με τέτοιο τρόπο που το σώμα του είχε παραμορφωθεί, το χέρι του είχε μάλλον σπάσει σε τόσα σημεία που είχε διπλώσει στα τέσσερα και το αριστερό του πόδι είχε γυρίσει προς τα έξω. Τα μάτια, αχ τα μάτια του, κοίταζαν το κράσπεδο κι από το ανοιγμένο του κρανίο ανάβλυζε το φρέσκο ακόμα αίμα του!
Τι μυρωδιά! Έντονη μυρωδιά. Σε ανάγκαζε να βάλεις το χέρι σου μπροστά από τη μύτη όχι μόνο για να μην αναπνέεις αλλά και για να μη πλαντάξεις εμπρός από ένα θέαμα που μόλις είχες συνειδητοποιήσει.
Είχε αυτοκτονήσει.
Είχε αυτοκτονήσει;
Δεν είχα καταλάβει!
Το ασθενοφόρο ήρθε και εν συνεχεία τον έβαλαν στο φορείο. Το πόδι του δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί από τα κατάγματα και έπεσε με αποτέλεσμα να κρέμεται και να ταλαντεύεται ελπίζοντας να μην αποκοπεί και πέσει στο δρόμο μπρος στα μάτια μου. Στο νοσοκομείο δεν κατάφεραν τίποτα απολύτως, όχι ότι προσπάθησαν. Και ένα πεντάχρονο θα σου έλεγε ότι ο Νίκος τα τίναξε τα πέταλα, την έκανε, μας άφησε, τα κακάρωσε…
Όταν γύρισα σπίτι δεν βρήκα τίποτα που θα μπορούσε να συγχέει τον θάνατο του Νίκου με αυτοκτονία! Μετά την κηδεία και τις επόμενες μέρες, μέχρι και σήμερα όλοι θα πουν ότι γλίστρησε και έπεσε.
Είχε αυτοκτονήσει;
Δεν είχα καταλάβει!
Το ασθενοφόρο ήρθε και εν συνεχεία τον έβαλαν στο φορείο. Το πόδι του δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί από τα κατάγματα και έπεσε με αποτέλεσμα να κρέμεται και να ταλαντεύεται ελπίζοντας να μην αποκοπεί και πέσει στο δρόμο μπρος στα μάτια μου. Στο νοσοκομείο δεν κατάφεραν τίποτα απολύτως, όχι ότι προσπάθησαν. Και ένα πεντάχρονο θα σου έλεγε ότι ο Νίκος τα τίναξε τα πέταλα, την έκανε, μας άφησε, τα κακάρωσε…
Όταν γύρισα σπίτι δεν βρήκα τίποτα που θα μπορούσε να συγχέει τον θάνατο του Νίκου με αυτοκτονία! Μετά την κηδεία και τις επόμενες μέρες, μέχρι και σήμερα όλοι θα πουν ότι γλίστρησε και έπεσε.
Εγώ όμως ξέρω ότι το ξυπνητήρι δεν είχε δουλειά στην τραπεζαρία…
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου