Belle Époque


    Αχ αυτόν τον άνθρωπο τον μισώ όσο δεν πάει.

    Πόσο τέλειος παίζει να είναι; Συγνώμη!΄Ήταν. Τα καστανά μακριά μαλλιά του, το λευκό του δέρμα, τα καλοφτιαγμένα άκρα του, τα τοξωτά και καλοσχηματισμένα φρύδια του, τα κατάλευκα δόντια του, τα γαλάζια πλάνα μάτια του, η γεμάτη φρεσκάδα αναπνοή του, τα μακριά λεία πόδια του, 
όπως και η λεπτή αέρινη φωνή του. Τέλος, η μυρωδιά του, αυτή που άλλαζε ανάλογα με τη διάθεση του, από ανοιξιάτικο πρωινό, σε βαρύ χειμώνα κι από χαρά σε θλίψη, ρουφώντας τα βλέμματα από κάθε περαστικό, γνωστό και μη, μόνο με το τίναγμα του καρπού του ή ακόμα και με το γύρισμα του κεφαλιού του.

    Μπορούσε να κάθεται να σου μιλάει με τις ώρες για τον μεγάλο του έρωτα που ήταν οι άντρες και για το πόσο απολάμβανε τον έρωτα μαζί τους χωρίς αυτός να τους χρησιμοποιεί αλλά αυτοί να παίρνουν κάτι λίγο από αυτό που είχε πολύ, δίνοντας το άθελα του αλλά με μεγάλη του χαρά. Την ηδονή.

    Όλοι τον ήθελαν και αυτοί που δεν τον ήθελαν απλά υποκρινόντουσαν. Ήξερε πώς να φερθεί, πώς να μιλήσει, πώς να περπατήσει, πώς να γελάσει. Εκείνο το χαμόγελό του, μοναδικό όπως πάντα. Έγερνε το κεφάλι στο πλάι και άφηνε ένα μικρό χαμόγελο να σκάσει καθώς τα μάτια του έκλειναν ή κοίταγαν τον ομιλητή τους μέσα στα μάτια του, κάνοντας τον απίστευτα γλυκό, ενώ παράλληλα απ' το πουθενά μπορούσε να στα βγάλει χωρίς να το καταλάβεις. Απόλυτος και ισχυρογνώμον, δεν θα άφηνε κανέναν να πατήσει πάνω σε αυτό που ήθελε και θα το υπερασπιζόταν όσο και αν του κόστιζε αυτό.

    Πληγωμένος όσο λίγοι και γεμάτος όσο κανένας στη ζωή, μια ζωή λες και ήταν βγαλμένη σαν από ταινίες του Woody Allen και Baz Luhrmann, γεμάτες δάκρυα, γέλια, σεξ, βία, πόνο και απαλή μουσική θυμίζοντας Γαλλία του '60 με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και στο άλλο ένα ποτήρι με αλκοόλ.

    Πέρα από τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή του, υπάρχει και κάτι ακόμα που αγάπαγε περισσότερο και από την ίδια του την καρδιά. Τα αρώματα. Αρώματα μέσα σε διάφορα μπουκάλια, μικρά, μεσαία, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, ορθογώνια, τρίγωνα ακόμα και πολύγωνα, μπουκάλια διαφόρων χρωματισμών, με περίεργα καπάκια, όπως γυαλί, ξύλο, πορσελάνη και μέταλλο. Από το πιο ακριβό στο πιο απλησίαστο. Αρώματα από διάφορες εποχές και αιώνες κλειδωμένα σε ένα μπαούλο που είχε φέρει από ένα του ταξίδι στη Μόσχα το 2012, το οποίο άνοιγε μόνο με ένα κλειδί που είχε φυλαγμένο σε ένα σημείο που μόνο εκείνος ήξερε, ένα κλειδί θυμάμαι που είχε χαρακτηριστικά σκαλισμένο επάνω του δύο χελιδόνια και που όποτε έκανε να το ανοίξει, ξεχύνονταν συνδυασμοί αρωμάτων από μυριάδες μπουκάλια που κάποτε γνώρισαν ένδοξες μέρες σε πολυποίκιλα κορμιά γυναικών από έρημους, υγρούς δρόμους μέχρι καμπαρέ, και από κοσμικά σπίτια σε στούντιο του Hollywood.
 
    Ένα άτομο γεμάτο που πλέον δεν ένιωθε τίποτα και τίποτα δεν τον γέμιζε, σε ένα μέρος μη φτιαγμένο για τις υπέροχες προδιαγραφές του, ένα μέρος στενό, από κόσμο που βρόμαγε και ζήταγε σαρκικές στιγμές για να καλύψει την παθιασμένες του ανάγκες. Ένα μέρος σκοτεινό και απρόσωπο, απάνθρωπο και αδιέξοδο, ένα μέρος που κατάφερε να μου τον πάρει μακρυά, ένα μέρος που τελικά κατάφερε να σπάσει την κρυστάλλινη καρδιά του και να τη γεμίσει με πίσσα, σβήνοντας τις στιγμές που μοιράστηκε μαζί μου, τις στιγμές που μου χάρισαν λίγο από το φως μιας άλλης εποχής, μια εποχής γεμάτη με χορό, κοστούμια και φορέματα, βαρύ καπνό και αθωότητα, θλιμμένη μουσική, ποτήρια γεμάτα με λικέρ, και ζωγράφους να αποθανατίζουν πόρνες υπό το φως κεριών.

    Με ήθελε εκεί, με ήθελε μαζί του να έχει θάρρος είχε πει. Όταν έφτασα σπίτι του, είχε ήδη φορέσει ένα υπέροχο φόρεμα και είχε χτενίσει τα μαλλιά του, είχε περιποιηθεί το πρόσωπο του και είχε βάψει τα νύχια του. Είχε ψεκαστεί με το αγαπημένο του άρωμα στους δύο του καρπούς, και ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι κρατώντας ένα μπουκαλάκι δηλητήριο, σήκωσε το φρύδι του και μου είπε πως «δεν θέλω τίποτα άλλο στο στόμα μου αυτή τη στιγμή από ένα καθαρό αρσενικό» και αδειάζοντας το περιεχόμενο του μπουκαλιού, το άφησε να πέσει στο πάτωμα. 

    Έτσι με αποχαιρέτησε, με ένα αμυδρό χαμόγελο που κράτησε μέχρι το τέλος. Ένα χαμόγελο που δεν έσβησε ποτέ. Αν και έχουν περάσει χρόνια από τότε, ακόμα θυμάμαι τα αρώματα, αλλά δε φύλαξα κανένα του, την ίδια κιόλας μέρα έσπασα όλα του τα μπουκάλια γεμίζοντας αποπνικτικά την ατμόσφαιρα του δωματίου με μυρωδιές, κι αφήνοντας το διαμέρισμα του, αποχαιρέτησα για πάντα τον φίλο μου.

    Είσαι καλός φίλος και σε ευχαριστώ που με άκουσες, αλλά σαν αυτόν δε θα γίνεις ποτέ, και ποτέ δε θα σε αγαπήσω όσο εκείνον. Ξέρω πως προσπαθείς. Προσπαθείς με όλη σου την καρδιά να γίνει κάτι για το οποίο δεν είσαι. Κι εκεί διαφέρεις. Γιατί δε σε αγαπάς όπως ακριβώς είσαι.

    Συγνώμη γι' αυτά που θα σου είπα, αλλά για πάντα θα ζεις με το βάρος της σύγκρισης.

    Δε σε νοιάζει;

    Κακώς!

    Το ήξερα πως δεν είσαι Diva!

    "Diva"… Πόσο αστεία λέξη κι όμως τόσο αληθινή.

    Σαν εκείνον!

    «Σκουπίζει το δάκρυ και χαμογελά!»

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις