Love 4 ever.
Έτρεξα τον διάδρομο και άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω, είχε μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα. Πιάστηκα στα κάγκελα και κοίταξα κάτω. Ίσα που πρόλαβα να δω τον Αγησίλαο, τον αγαπημένο μου Αγησίλαο να βγαίνει από την πολυκατοικία, και λίγο πριν μπει στο αμάξι, του φώναξα και αυτός γύρισε και με κοίταξε με εκείνα τα υπέροχα πρασινογάλαζα μάτια του.
Ήθελα να του πω τόσα πολλά αλλά έπρεπε να φωνάξω για να με ακούσει από τον πέμπτο όροφο, και έτσι όσο είχα χρόνο του είπα: είσαι μαλάκας ρε, ακούς; ναι ρε μαλάκας, ένας ηλίθιος άντρας που δε ξέρει να φέρεται, άξεστος σε σημείο αηδίας ρε πούστη, μικροτσούτσουνε, μαλακοκάυλη, τούβλο, που χαράμισα μαζί σου πέντε ολόκληρα χρόνια αντί να τραβιέμαι με άλλους έξι, να κάθομαι στο σπίτι και να περιμένω πότε θα φανείς μαλακομπούκομα.
Ήθελα να του πω τόσα πολλά αλλά έπρεπε να φωνάξω για να με ακούσει από τον πέμπτο όροφο, και έτσι όσο είχα χρόνο του είπα: είσαι μαλάκας ρε, ακούς; ναι ρε μαλάκας, ένας ηλίθιος άντρας που δε ξέρει να φέρεται, άξεστος σε σημείο αηδίας ρε πούστη, μικροτσούτσουνε, μαλακοκάυλη, τούβλο, που χαράμισα μαζί σου πέντε ολόκληρα χρόνια αντί να τραβιέμαι με άλλους έξι, να κάθομαι στο σπίτι και να περιμένω πότε θα φανείς μαλακομπούκομα.
Μαλάκα σε είπα; μαλάκα ε μαλάκα, που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σου μίλησα εκείνο το βράδυ στο μπαράκι, δεν κατάπινα τη γλώσσα μου; Που σε παίνευα λες και είσαι κούκλος, ταραμά, άνοστο άτομο, που μια γραβάτα δε μπορείς να συνδυάσεις με το πουκάμισό σου, κόκκινο αυτό ροζ η γραβάτα, τσίρκο.
Μη φεύγεις ρε, σε βρίζω δε το έχεις πάρει χαμπάρι;
Δεν έχεις και τρόπους μπούλη, τραχανά, μαμάκια, άμπαλε του κάτω κόσμου, που το μόνο σφιχτό πάνω σου ρε, είναι η τσέπη σου, τσιγκούνη, Σκρουτζ, σπαγκοραμμένε, που ένα καινούργιο ρούχο μη τολμήσω να αγοράσω με κοιτάς με ένα βλέμμα πιο ηλίθιο και από το δικό σου, που καλά μου έλεγαν όλοι τι το θες το κεραυνοβολημένο, και εγώ να λέω πως τον αγαπάω, όχι τον αγαπώ αλλά τον αγαπάω, ήθελα και το άλφα εγώ βλέπεις, επεκτάσεις εν καιρώ κρίσης, να στα μούτρα μου, εγώ θα πάθω κρίση ρε μουρτζούφλη με τη σφυρίχτρα που κουβαλάς για φλογέρα, φλογέρα ας γελάσω, που έτσι και σου σηκωθεί ούτε το βρακί σου δε σαλεύει.
Τι θέλω και τα θυμάμαι ρε γαμώ το κέρατο σου, που το μόνο από σεξ στο σπίτι μας είναι το Kama Sutra, και αυτό πεταμένο στο υπόγειο, που μια εκδρομή δε με έχεις πάει ρε, άντε μόνο μέχρι τη Ζάκυνθο πριν τέσσερα χρόνια, και έχεις να το χτυπάς, το κεφάλι σου θα βαρέσω στον τοίχο ρε πυροβολημένε αλλά λυπάμαι τον τοίχο, ανάθεμα αν θυμάμαι τι συχνότητα που κάνεις μπάνιο βρωμιάρη, μπίχλα, που οι μασχάλες σου έχουν πιάσει τυρί από τη βρώμα. Ας μη μιλήσω για το ύψος σου που όταν βγαίναμε μαζί έξω βράδυ όλοι μου έλεγαν που το πάτε το παιδί έξω τέτοια ώρα; Γυρίστε το και βάλτε το για ύπνο. Χαράμι τόσος καιρός ρε μόγγολε, ανυπαρξία με πόδια, κίβδηλε άνθρωπε, άκαρδο κτήνος. Θα σε αφήσω ρε και μετά να δω ποιος θα πλένει τα βρακιά σου, ποια βρακιά; Εκείνο το ένα που βάζεις ντουμπλ φας από την πρώτη μέρα. Και αυτό το όνομα, Αγησίλαος, πόσο σε μισούσαν οι γονείς σου αγόρι μου;
Άντε στα τσακίδια τώρα, τράβα στη δουλίτσα σου μπας και φέρεις κανά ψιλό στο σπίτι, γιατί το ψυγείο βαρέθηκε να μένει άδειο τόσες μέρες.
Στον κώλο σου παπάρα, γελοίε, λούλη, κότα έ κότα.
Τι κότα που είμαι ρε πούστη μου, πόσο χαμηλά έπεσα να του πω μόνο:
Σε αγαπάω!
Για άλλη μια φορά...
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου