Η Γυναίκα Του Μπακάλη.
Όλοι έχουν να θυμούνται την Ιουλία του Ζαφείρη του μπακάλη από τα Γιάννενα. Αυτή που του τα φόρεσε πριν καλά καλά παντρευτούνε και μετέπειτα που του έκανε ένα κεφάλι περικοκλάδα. Ξακουστή στον τόπο της για τα γλυκά του κουταλιού αλλά και του ταψιού, ειδικά εκείνο το γαλακτομπούρεκο που τρέλαινε τον υδραυλικό, και εκείνον τον ηλεκτρολόγο, άσε εκείνον τον πατωματζή, ταψιά ολόκληρα πρέπει να έτρωγε, και εκείνα τα πατώματα τι είχαν και φούσκωναν κάθε δεύτερη Τετάρτη; Έβρεχε στο σαλόνι;
Ο σύζυγος όμως! Κύριος με τα όλα του, τι λουλούδια κάθε μέρα, τι κοσμήματα, τι μπουζούκια, τι εκδρομές, αν και ήξερε περί τίνος πρόκειται η Ιουλία, αυτός λέξη δεν έβγαζε. Γιατί την αγάπαγε. Κι όποιος έκανε να πει τίποτα για την κυρία του, σήκωνε μανίκια και ξεκίναγε καυγά που κράταγε ίσα με πέντε μέρες. Πιστός όσο κανένας στο τρίτο του στεφάνι, αυτός και η Νίνα, άλλο τώρα που δεν πρόλαβε να το χαρεί παραπάνω από δύο χρόνια, λόγο χρόνιας βρογχοπνευμονίας. Κι αυτό το τέρας να μπάζει στα εννιάμερα τον αγαπητικό από το πίσω παράθυρο να τις ξεβουλώσει ότι είχε βουλωμένο και μαζί με αυτή να ξεβουλώνουν και τα στόματα της γειτονιάς και ν' αρχίζουν να κουβεντιάζουν για την χήρα που κεράτωνε εκείνον το άγιο άνθρωπο εν ζωή, και που συνεχίζει να το κάνει και μετά θάνατον.
Τέρας την ανέβαζαν, τέρας την κατέβαζαν. Και άδικο δεν είχαν. Έχετε ξαναδεί μνημόσυνο χωρίς την χήρα; Ε λοιπόν μνημόσυνο έγινε και αυτή το έπαιζε βαριά άρρωστη και κουβάλησε τη δεύτερη ξαδέρφη της από τον Βόλο που της χρώσταγε χάρη να τον κλάψει στη θέση της, ενώ αυτή έβγαζε τα μάτια της με τον γιο της κυρά Νίτσας της διαχειρίστριας, που τον πέρναγε ίσα με είκοσι χρόνια. Αλλά η Ιουλία είχε να του το λέει «μπορεί να σε περνάω είκοσι χρόνια, αλλά ευτυχώς τα κερδίζεις σε πόντους!»
Περήφανη γυναίκα όσο λίγες, και μοναδική κοκέτα στην εποχή της, να κάθετε με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και να περιποιείται το πρόσωπο της, να φορά τα πανάκριβα κοσμήματα που της είχε αγοράζει ο Ζαφείρης, τις πανέμορφες γούνες της και κυκλοφορεί στο δρόμο περιφρονώντας τους πάντες, που θα είχαν κάτι να πουν για τη βρώμικη ζωή της και για το πώς φέρθηκε σε έναν άνθρωπο που έδωσε την ζωή του γι' αυτήν και αυτή του το ανταπέδιδε, με τον τρόπο της κατ’ εξακολούθηση με τους συντηρητές του νεοκλασικού τους.
Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως από τα σαράντα και σαν κατάρα η Ιουλία εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα της άνοιας, μη μπορώντας να θυμηθεί, από πού έφυγε ή που πήγαινε, ρωτώντας περαστικούς ποια μέρα, ποια χρονιά έχουμε ή ποια είναι, σε σημείο να την λυπούνται εκεί που εύχονταν το χειρότερο γι' αυτό το τέρας. Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί γυμνή στο δρόμο, να βάζει τις φωνές μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, να βάζει μανό στα δόντια της, μέχρι και το οξυζενέ είχε μπερδέψει και το έβαζε στο πρόσωπο της για μάσκα ομορφιάς. Την είχαν πάει πέντε φορές στο νοσοκομείο για τροφική δηλητηρίαση μέχρις ότου δώσει τη συγκατάθεση της να κλειστεί σε ψυχιατρείο για την καλύτερη παρακολούθηση της.
Τις καλές μέρες έμενε μόνη και έβαζε τα κλάματα με τις ώρες για την κατάληξη της και τις μέρες που το μυαλό της θόλωνε αναλάμβαναν οι γυναίκες της γειτονιάς να την περιποιηθούν, για να εξιλεωθούν στα μάτια του θεού, όπως έλεγαν μεταξύ τους, για τις πράξεις και τα λεγόμενα τους έναντι στην Ιουλία.
Λίγες μέρες πριν τα 65 και τελευταία της χρόνια και αφού η άνοια είχε κερδίσει τη μάχη, όλοι είχαν συνηθίσει πια στο γεγονός του ότι με το μόνο άτομο που καθόταν και μίλαγε με τις ώρες τα βράδια, ήταν ο αγαπημένος της άντρας. Ο Ζαφείρης.
Και μιλώντας σε αυτόν και γι' αυτόν, έγειρε το κεφάλι της και αθόρυβα έφυγε στον καναπέ του ψυχιατρείου!
Στην κηδεία είχε πάει όλη η γειτονιά, όπως και ο υδραυλικός, και ο ηλεκτρολόγος, και ο πατωματζής!
Όλοι η γειτονιά, αυτούς κοίταγε…
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου