Όλα καλα.



    Ήταν γύρω στις δυο το βράδυ όταν έφυγα από το σπίτι εσπευσμένα για να βρω εφημερεύον φαρμακείο έτσι ώστε να πέσω πάνω στης Κουτσόγιωργα, η οποία ήταν η μόνη φαρμακοποιός που όταν διανυκτέρευε, έκλεινε το φαρμακείο της και πήγαινε για ύπνο και ο μόνος λόγος να σου άνοιγε τις πόρτες και παρακαλώ πολύ στις δυο το πρωί, θα έπρεπε να ήταν για κάτι περισσότερο από οξεία εγκεφαλίτιδα… Θυμάμαι τον Γιάννη τον Κεχαγιά, το γιο της κυρά Σούλας από την απέναντι πολυκατοικία, που τόλμησε ένα βράδυ που διανυκτέρευε η εν λόγω φαρμακοποιός, να πάει να πάρει ασπιρίνες και ο άμοιρος κοιμήθηκε εν τέλη με τον πονοκέφαλο του. Μόνο μήνυση που δεν του είχε κάνει επειδή την ξύπνησε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα για ένα κουτί ασπιρίνες!

    Τελικά αφού κατάφερα να αγοράσω αυτό που ήθελα και εντελώς τυχαία χωρίς φωνές και υστερίες, έφυγα για να πάω σπίτι τρέχοντας. Λίγα μέτρα πριν φτάσω σπίτι άκουσα ένα σφύριγμα στο βάθος του δρόμου ερχόμενο από τον κολλητό μου τον Σπύρο με τον οποίο είμαστε συμμαθητές από το δημοτικό και που με τον οποίο έχουμε περάσει κι αν έχουμε περάσει δυσκολίες! Για να μη μακρηγορώ πιάσαμε την κουβέντα και κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε να καθόμαστε και να πίνουμε στου «Πίτσουλα το στέκι» ρακές και να τρώμε ποικιλίες φτάνοντας έξι το πρωί κι εν τέλει να κοιμόμαστε στο σπίτι του Σπύρου για να πάμε το πρωί Αράχωβα!

    Ποια Αράχωβα και που προέκυψε αυτή; Από το πουθενά. Μια ζωή έτσι με τον Σπύρο. Πέταγε μια μαλακία ο ένας; Ε ο άλλος συνήθως την εκτελούσε! Έτσι στις έντεκα το πρωί μπήκαμε στο αμάξι του Σπύρου, περάσαμε από την Ξανθίππη την κοπέλα του για να τη μαζέψουμε, πήραμε και άλλα δύο άτομα και μετά από δύο ώρες
 είμασταν μες το χιόνι! Εκείνες τις μέρες εκτός του ότι είχε ΤΟΝ κόσμο, είχε και τόσο πολύ χιόνι, άσπρο και αφράτο που θέλαμε να κάτσουμε περισσότερο... «αν δεν είχε πιάσει εκείνη η ηλίθια χιονοθύελλα…»...

    Αφού βγάλαμε τη νύχτα στον ξενώνα του Μυλωνά, το πρωί φύγαμε για Θεσσαλονίκη με μια παρέα παιδιών που γνωρίσαμε στην πλαγιά του βουνού και που είχαν σπίτι εκεί για να μείνουμε μια - δυο μέρες μιας και περάσαμε γαμάτα στην Αράχωβα. Παιδιά εύπορης οικογένειας και που θα έφευγαν για Μπανσκο σε τρεις μέρες για να κάτσουν πέντε με όλα τα έξοδα πληρωμένα, πρότειναν πρότειναν και σε εμάς να πάμε με δικά τους τα έξοδα! Αναρωτηθήκαμε «γιατί όχι;» Κι έτσι αφού μείναμε δυο μέρες Θεσσαλονίκη, φάγαμε ήπιαμε και γλεντήσαμε, το πρωί πετάξαμε για Βουλγαρία!

    Μέσα σε όλο αυτό τον πανικό ταξιδιού, γλεντιού, χαράς και μεθυσιού, θυμήθηκα είχα ξεχάσει το κινητό μου ξεχασμένο στο σπίτι του Σπύρου κλειστό, χωμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ καθώς συγγενείς, γνωστοί και μη με έψαχναν σε γη και ουρανό καθώς είχα εξαφανιστεί και λογαριασμό δεν είχα δώσει πουθενά!

    Όταν γύρισα τελικά πίσω μετά από δέκα μέρες, ο πατέρας μου είχε επιστρέψει σπίτι από τη τριήμερη εργασία του, επτά μέρες πριν από εμένα για να βρει τη μητέρα μου νεκρή στο πάτωμα του σαλονιού κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μελανιασμένη αφού κανείς δεν ήταν εκεί γύρω να της αγοράσει αντιισταμινικά για να προληφθεί η αλλεργική της αντίδραση!

    Ένα απόγευμα εκείνων των ημερών και αφού είχα μείνει ξάγρυπνος, μέσα στη ντροπή και τα κλάματα πήγα σχεδόν με συρόμενο βήμα στο μνήμα της και εναπόθεσα την ένεση που είχα αγοράσει από το φαρμακείο εκείνο το βράδυ και που για δέκα μέρες την είχα επάνω μου!

    Τρεις μέρες μετά θα με έβρισκαν νεκρό στο δωμάτιο μου πνιγμένο στον ίδιο μου τον εμετό από υπερβολική κατάποση αλκοόλ!

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις