Αθωότητα



    Πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών όταν σκότωσα το πρώτο μου ζωάκι. Αν και κτητικό το «μου», το ζωάκι δε μου άνηκε, αλλά μπήκε στη προσωπική μου συλλογή όντας νεκρό πλέον.

    Πήγαινα σε ένα σχολείο στα Βριλήσσια εκείνη την περίοδο, πριν φυσικά μετακομίσουμε στην Αγία Βαρβάρα πέντε χρόνια μετά, στην οποία περιοχή υπήρχε ένα σπιτάκι στο οποίο έμενε μια γιαγιά αν θυμάμαι καλά και που στην αυλή της κοιμόταν πάντα μία γάτα, μία μικρή καφέ γάτα την οποία κάθε φορά που σχόλαγα και πριν πάω σπίτι μου, το οποίο ήταν ένα τετράγωνο παραπάνω, πέρναγα και τη χάιδευα. Μπορώ να πω πως δεν ενοχλήθηκε ποτέ στα χάδια μου, αντιθέτως ξύπναγε και τριβόταν στο πόδι μου, ζητώντας για παραπάνω.

    Στα μέσα του Μάη, στο σχόλασμα, εγώ με δάκρυα στα μάτια, και αφού είχα δεχτεί το bullying της ζωής μου, αντί να πάω σπίτι και να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα και να ξεσπάσω σε λυγμούς, είδα τη γάτα. Χωρίς καν να σκεφτώ αν με έβλεπε κανείς, άνοιξα το πορτάκι της αυλής, μπήκα μέσα, άρπαξα την γάτα από την ουρά και άρχισα να την κοπανάω στην μία εκ των δύο κολόνων της εισόδου της αυλής. Την χτύπησα τόσες φορές που η ουρά της αποκολλήθηκε εκσφενδονίζοντας το άψυχο κορμί του ατυχές αιλουροειδούς λίγα μέτρα από εκεί που στεκόμουν. Αφού συνειδητοποίησα το τι είχα κάνει, πέταξα την ουρά της γάτας παραπέρα και χτύπησα την πόρτα της κυρίας. Για καλή μου ή για κακή μου τύχη δεν ήταν κανένας μέσα…

    Αργότερα την ίδια μέρα άκουσα στην πίσω αυλή της κραυγές της, κραυγές αναπάντεχες, κραυγές που μετατράπηκαν σε λυγμούς. Και ύστερα σιωπή… Μια σιωπή που μου έσπασε τη καρδιά στα δύο, αλλά μου παρείχε και μια ικανοποίηση, μια ικανοποίηση στην οποία στήριξα την εναντίωση μου στα άτομα τα οποία δε μπόρεσα ποτέ να εναντιωθώ. Μια ικανοποίηση που με έκανε να χαμογελάσω και αυτομάτως να ξεχάσω ότι είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος τη μοναδική παρέα της ηλικιωμένης γειτόνισσας.

    Αγία Βαρβάρα και εγώ 1,76 ύψος στα 93 κιλά. Βούζα να με ανεβάζουν χοντρόκωλε να με κατεβάζουν. Τα μαθήματα δεν πήγαιναν καλά, πάτωνα σχεδόν σε όλα, οι καθηγητές να μου σπάνε τα νεύρα, οι συμμαθητές να μου σπάνε τα αρχίδια, και οι γονείς μου να με σπάνε στο ξύλο.

    Η μόνη μου παρηγοριά στην ουτοπία της δικής μου αυταρέσκειας ήταν ο Ρούντι. Ένα μαύρο κουταβάκι Labrador Retriever, το οποίο το είχε αγοράσει ο μπαμπάς μου επειδή είχα πάρει καλό βαθμό στα λατινικά. Πόση ανεπάρκεια θα μπορούσε άραγε να χωρέσει στο μυαλό ενός ατόμου που δε μπορεί να αντιληφθεί τι ακριβώς λείπει από τη ζωή ενός παιδιού το οποίο βάλλεται συνεχώς ψυχικά και σωματικά; Αλλά ναι ένα κουταβάκι θα έλυνε όλα τα άλυτα προβλήματα στη μεταξύ κενή τους σχέση.

    Η αλήθεια είναι πως είκοσι μέρες μετά την απόκτηση του Ρούντι, η παρηγοριά ήρθε όταν άρπαξα το αθώο του κορμάκι και το πέταξα πάνω στη τζαμαρία της βεράντας με όλη μου τη δύναμη, νομίζοντας ο ηλίθιος πως η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή, αφού το άμοιρο τετράποδο γρύλισε από τους πόνους και σύρθηκε κάτω από τον καναπέ για να σώσει το τομάρι του, το άρπαξα όπως ήμουν θολωμένος και αφού άνοιξα την μπαλκονόπορτα το άφησα ελεύθερο στο κενό.

    Καθόμουν και το έβλεπα να πέφτει, καθώς μέσα μου σκότωνα ότι είχε πληγώσει τον εγωισμό μου λίγο λίγο μέχρι που το μικρό κορμάκι του βρήκε την άσφαλτο. Όταν ακούστηκε στον τρίτο όροφο που έμενα το θρυμμάτισμα των οστών του, και το πεπιεσμένο αίμα άπλωσε στο οδόστρωμα, έκλεισα τα μάτια και ευχαρίστησα τον μπαμπά μου που μου είχε κάνει αυτό το υπέρτατο λυτρωτικό δώρο.

    Άνοιξα το στόμα μου και εντελώς προσποιητά φώναξα το όνομα του σκύλου έτσι ώστε να με ακούσουν οι γείτονες και να αθωωθώ αυτόματα, κάτι που και έγινε. Γιατί φυσικά μέχρι να έρθουν οι δικοί μου στο σπίτι, εγώ είχα συνέλθει και είχα πλαντάξει στο κλάμα για το απονενοημένο μου διάβημα.

    Η αλήθεια είναι πως όταν προθυμοποιήθηκαν να μου πάρουν άλλο (πανάκριβο) ζωάκι, εγώ το αρνήθηκα, πετάγοντας το σώμα μου από τον καναπέ και ουρλιάζοντας «όχι όχι όχι» μέχρι που βγήκα από το σπίτι.

    Η τελευταία φορά που έπραξα κάτι παρόμοιο ήταν πριν λίγο ή νομίζω δηλαδή. Γράφω λοιπόν αυτό εδώ το κείμενο για να ξέρετε όλοι σας πόσο δειλό και άνανδρο άτομο είμαι, καθώς ποτέ δε κατάφερα να υψώσω τη φωνή ή το ανάστημα μου σε κάποιον που με καταπίεσε και που με έκανε να νιώθω ένα τίποτα.

    Σήμερα παραιτήθηκα. Μπήκα στο γραφείο του διευθυντή, του έδωσα ιδιόχειρος την παραίτηση μου και βγήκα από την εταιρία τόσο χαρούμενος και ευδιάθετος έχοντας μέσα μου ένα αίσθημα ελευθερίας που ποτέ δεν είχα νιώσει.

    Πήγα για έναν καφέ στο Πασαλιμάνι, έφαγα κάτι γρήγορο έξω και το απογευματάκι πήγα σπίτι. Γδύθηκα, έκανα μπάνιο, φόρεσα τη φόρμα μου και έκατσα στον καναπέ.

    Ο «παλιός μου φίλος» είχε επιστρέψει. Σκέψεις ανικανότητας και κατωτερότητας με κυρίεψαν. Εγώ που παραιτήθηκα στάνταρ μέχρι αύριο θα με έχουν αντικαταστήσει, θα μείνω για πάντα μόνος, το τηλέφωνο δε βαράει, είμαι παχύσαρκος και αντιαισθητικός, το σπίτι μου δε με ικανοποιήσει… Σκέψεις που με είχαν «σηκώσει» από τον καναπέ και με ταξίδευαν σε κολάσεις που τα ακάθαρτα πνεύματα με χλεύαζαν και με έδειχναν σαν κάποιον που δεν αξίζει ή σαν κάποιον που ήταν άξιος με αυτούς, ανεπαρκής, τελειωμένος, ξεχασμένος, υποχείριο…

    Ήταν πέντε όταν έκατσα στον καναπέ να ξεκουραστώ και όταν συνήλθα ήταν επτά. Εγώ με χέρια μέσα στα αίματα, ένα σπίτι άνω κάτω, ο Λάρι να μην ερχόταν όταν του σφύριζα, και το στόμα μου μέσα στο αίμα.

    Κατάπινα αίμα, στα δόντια μου είχα κολλημένο κρέας, και ανάμεσα στα νύχια μου δέρμα και τρίχες, στις γάμπες μου βαθιές νυχιές, και από το μπράτσο μου να αιμορραγώ από βυθισμένα δόντια.

    Ο σκύλος μου είναι νεκρός στο μπάνιο και στη κουζίνα υπάρχει ένα βαθύ πιάτο με ένα μαχαιροπίρουνο μέσα στο αίμα…

Η ώρα είναι επτά και μισή.
Βοήθεια.
Δεν νιώθω στεναχώρια.
Βοήθεια.
Νιώθω ικανοποίηση.
Βοήθεια.
Βοήθεια.

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις