Εγώ

    

    Εγώ… Εγώ δεν είμαι σαν αυτούς… Αυτούς… Αυτά… Αυτά τα παιδιά… Εγώ δεν είμαι σαν αυτά τα παιδιά…

    Εγώ…

    Παιδιά που ανήκουν σε άλλο κόσμο, έναν κόσμο που δε τους προσφέρει πολλά και αυτά να ζουν με λίγα.

    Ντρέπομαι που μιλώ για αυτά τα άτομα. Είμαι πλούσιος. Έχω πολλά. Τίποτα δε μου λείπει…

    Νομίζω…

    Αισθάνομαι πως τα λερώνω με την αναφορά μου στο άτομο τους. Έτσι είναι, πρέπει να ντρέπομαι. Δεν είναι παιδιά, είναι στοιχειά, είναι αγωνιστές, είναι ελεύθερα. Παιδιά που ζουν στο έξω, στο έξω, στο έξω που πολλοί δε βλέπουμε. Σε ένα κουτάκι μπύρας που ήταν η αφορμή να τσακωθεί ο Στέργιος με τον Μάνο, ή σε ένα «φύγε» που ήταν η αφορμή η Αγάπη να γνωρίσει την Ελισάβετ…

    Εγώ μεγάλωσα και δε μου έλειψε τίποτα, χωρίς να μου λείπει τίποτα, και όμως δεν ήξερα. Είμαι σαράντα οκτώ και σχολάω από το αρχιτεκτονικό μου γραφείο, ένα γραφείο στο οποίο δουλεύω εδώ και είκοσι τρία χρόνια. Είναι νωρίς, και έτσι πάω Θησείο για ένα κρασί. Δέκα η ώρα και μόνος περπατώ στην Ηφαίστου. Μαγαζιά κλειστά και εγώ να διασχίζω το σκοτάδι δίπλα από άτομα που ζουν σε αυτό.

    Φοβάμαι...

    Περπατώ δίπλα τους και νιώθω να με κοιτάζουν, ένας άγνωστος μπήκε και διασχίζει το «σπίτι» τους…

    Δεν ανήκω εδώ…

    Λογικό…

    Ένας δρόμος που με το πρώτο σκοτάδι ξεπηδάνε από μέσα του, γενιές παιδιών που με κοιτούν με μάτια επικριτικά, και ξαφνικά με πιάνω να περπατώ σε slow motion με σκυμμένο κεφάλι καθώς με διασχίζουν άτομα που έχουν στη πλάτη τους κρεμασμένες κιθάρες, κρεμασμένες ελπίδες, όνειρα και σχέδια, σχέδια για ένα μέλλον που θέλουν να φτιάξουν με τα δικά τους χέρια, ένα μέλλον που θα αγαπήσουν, όπως και τα όνειρα τους. Μετράω κιθάρες, πολλές κιθάρες, μετράω, δέκα, δεκατρείς, είκοσι, είκοσι δύο, αγόρια και κορίτσια με κιθάρες να περνούν από πλάι μου και να εξαφανίζονται, και εγώ να μη κοιτώ που πάνε καθώς τα φαντάζομαι να χάνονται σε μια σκουληκότρυπα ενός παράλληλου σύμπαντος αφήνοντας πίσω τους το παρελθόν που τα ανάθρεψε.

    Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Λύο παίζει Bob Dylan, και μια ανάμνηση από τη Μίρκα, μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω το «May you stay forever young, forever young, forever young, may you stay forever young»… καθώς ένας τσιμεντένιος τοίχος ορθώνεται εμπρός μου και εγώ να σπάω τα μούτρα μου στη θύμηση της, ενώ η αέρινη φωνή του εξοστρακίζει τα δάκρυα μου πάνω στα παγωμένα μάγουλα μου.

    Συνεχίζω και περπατώ καθώς σκουπίζω τις μύξες μου στο μανίκι της καμπαρντίνας μου και το κρύο να μου παγώνει τα αυτιά ενώ το ψιλόβροχο είχε αρχίσει να δυναμώνει. Επιτάχυνα το βήμα μου έτσι ώστε να βγω από το παγωμένο έρεβος τη στιγμή που στη σκοτεινή «σκηνή» έβγαινε μια νέα μελαμψή κοπέλα και άρχιζε να ερμηνεύει το «Υou will never know» από μία τραγουδίστρια που δεν είχα ξανακούσει. «Inamy» μου είπε ένας νεαρός γύρω στα τριάντα πέντε όταν αναρωτήθηκα, και κάνοντας να φύγω της πέταξα τρία ευρώ πάνω στη θήκη της κιθάρας της.

    Η καμπαρντίνα και το σκουφί μου είχαν γίνει μούσκεμα από το ανεμόβροχο και εγώ είχα αρχίσει να παγώνω τρομερά, αλλά ομολογώ πως δε το είχα εγκαίρως καταλάβει γιατί δεν είχα δώσει την απαραίτητη προσοχή σε εμένα. Για εκείνα τα δέκα λεπτά που διέσχιζα την Ηφαίστου εγώ δεν υπήρχα, είχα χαθεί, είχα εντελώς εξαϋλωθεί, και ομολογώ πως για εκείνα τα δέκα λεπτά της ζωής μου, για πρώτη φορά κάποιος κατάφερε να φέρει ξανά στη μοναξιά της ζωής μου το φως, ένα φως που με τύφλωσε σε αυτό το απέραντο σκοτάδι της δικής μου θλίψης.

    Θυμήθηκα την Μίρκα. Το φως και τα νιάτα που είχα χάσει πριν είκοσι πέντε χρόνια.

    Ένα φως που έχασα με το χαμό του χαμόγελού της.

    Και το βρήκα εκεί.

    Εκεί που κανείς ποτέ δε κοιτά.

    Ευχαριστώ.

    Είμαι και πάλι εδώ.


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις