Για ένα κρίμα

    

    Ελένη; Με ακούς; Εγώ είμαι! Ελένη δε μπορώ! Ελένη πονάω! Εγώ φταίω! Δε μπόρεσα να το αποτρέψω! Ειλικρινά δε μπόρεσα! Μακάρι να με συγχωρέσει ο θεός! Σε παρακαλώ άκουσε με! Σε παρακαλώ!

    Η αγάπη μου, το φως μου, η ανάσα μου, η ψυχή μου, δεν είναι πλέον στη ζωή και ειλικρινά δε ξέρω που να ρίξω το κρίμα! Σε αυτόν που δε μπόρεσε ποτέ να υψώσει το μπόι του απέναντι στο πατέρα τέρας που είχε για γονιό, σε εμένα που ποτέ δε κατάφερα να τον υπερασπιστώ, ή σε εκείνη τη μάνα που μια ζωή τον είχε φάει με τη κομπλεξική συμπεριφορά της απέναντι στους πούστηδες; Μια μάνα μέσα στα μαύρα να πηγαίνει πέρα δώθε στο σπίτι κάνοντας γούβα στο πλακάκι, και ένα σπίτι αμίλητο και άηχο από την έλλειψη του Αλέξη!

    Ο Αλέξης! Ο Αλέξης μου, ένας άντρακλας 2 μέτρα μέσα στη γη, πριν προλάβει να κλείσει τα 27! Ήταν ειλικρινής ρε συ Ελένη με τους δικούς του για τα θέλω και τα πιστεύω του από νεαρή κιόλας ηλικία. Ξέρεις τι έκανε η μάνα του όταν της το είπε; Αναστέναξε από ανακούφιση αφού είχε κερδίσει το στοίχημα με τον εαυτό της, μιας και από ότι είχε πει, το υποψιαζόταν χρόνια τώρα ότι ο γιος της τον έδινε ή τον έπαιρνε ενίοτε! Και ο πατέρα του, ναι ο πα-τερας του να γουρλώσει τα μάτια, να τραβάει μια γερή ρουφηξιά νικοτίνης και αφού μπινελικώσει τον μέχρι πριν λίγο μονάκριβο γιο του, να ανοίξει τη πόρτα και να φύγει!

    Ξέρεις πως είχα γνωριστεί με τον Αλέξη; Άφησε με σε παρακαλώ να σου μιλήσω, σε παρακαλώ... Λοιπόν. Εγώ τον Αλέξη τον πρωτογνώρισα στη σχολή που πήγαινα εκείνη την εποχή. Ήμουν νέος εκεί και η πρώτη φίλη που έκανα ήσουν εσύ. Δεν ήταν εκεί ο Αλέξης στο πρώτο μαθήματα θυμάμαι, αλλά στο δεύτερο... Καθόμασταν μαζί πίσω στο αμφιθέατρο και περιμέναμε τον Χατζησάββα για να αρχίσει το μάθημα, θυμάσαι; Μου μίλαγες και εγώ κοίταγα τον έρωτα της ζωής μου να ανοίγει τις πόρτες της αίθουσας και εμένα να με πνίγει το παρουσιαστικό του, καθώς ήταν τόσο αέρινο, να περπατά ακούγοντας μουσική από το mp3 του και καθώς ανέβαινε τις σκάλες το δίχρωμο κασκόλ του να ταλαντεύεται στον αέρα και να σκορπά εκείνο το άρωμα, που ποτέ δεν έμαθα το όνομα του. Θυμάσαι τι φόραγε; Σκισμένο τζιν και ένα μπορντό λαιμόκοψο πουλόβερ, τα μαλλιά του τα είχε πιάσει πίσω με λαστιχάκι και στη μύτη του είχε κάνει septum. Ευχαριστώ οποιαδήποτε ανώτατη δύναμη που έκανε να πέσει το βιβλίο του δίπλα σε εμένα έτσι ώστε να σκύψει να το πάρει και να μπορέσω να δω τα υπέροχα καφέ του μάτια και εκείνο το χαμόγελο που είχε, εκείνο το χαμόγελο που έκανε το κάτω χείλος του να βγαίνει προς τα έξω λόγο της οδοντοστοιχίας του.

    "Αλέξης" Μου είπε! Και μου έδωσε το χέρι του.

    Δεν είχα ερωτευτεί ξανά στο παρελθόν Ελένη... Ήταν σαν κάποιος να είχε βάλει την καρδιά μου στην πρίζα. Ένιωθα έναν πόνο που όμοιο του δεν είχα ξανανιώσει, έναν πόνο που νιώθω καθημερινά πλέον, από το κενό που άφησε στην πραγματικότητα μου. Δε θα ξανά έχω το καλημέρα του, δε θα ξανά έχω το χαμόγελο του, δε θα ξανά έχω το ήχο που έκανε όταν με πλησίαζε, δε θα ξανά έχω την ανατριχίλα που με έπιανε όταν πλησίαζε το στόμα στο αυτί μου για να μου ψιθυρίσει κάτι, δε θα ξανά έχω την παρουσία του, δε θα ξανά έχω τον ήχο της φωνής του, δε θα ξανά έχω τον τρόπο που με κοίταζε όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι και εγώ δίπλα του να γράφω εργασίες στον υπολογιστή, δε θα ξανά έχω την κατανόηση του, δε θα ξανά έχω πίσω την καρδιά μου...

    Οκτώ χρόνια μαζί. Παντού μαζί. Μας πίεζες να είμαστε μαζί. Σου χρωστάω ρε συ Ελένη πολλά, εσύ μας έφερες κοντά, εσύ μας τα ξανά έφτιαχνες όταν τα τσακωνόμασταν, εσύ σε όλα. Σε ευχαριστώ. Ειλικρινά.

    Όχι δεν είμαι καλά...

    Τον είδες στο φέρετρο; Δε γέλαγε Ελένη. Γιατί δε μου γέλαγε; Όλοι έκλαιγαν ακόμα και ο πατέρας του, έκλαιγε ο πατέρας του. Το πιστεύεις; Πόσο λεμόνι είχε στάξει στη σάπια του καρδιά εκείνο το κτήνος έτσι ώστε να χύσει δάκρυα; Εκείνος τον σκότωσε Ελένη, δεν ήταν αυτοκτονία, ο Αλέξης δε θα αυτοκτονούσε, ήταν vegan. Ναι γέλα, είχαμε να του το χτυπάμε σε ό,τι μας έλεγε. Θυμάσαι; Σκάσε μωρή δε θέλω να γελάω...

    Εγώ το ξεκίνησα έχεις δίκιο, αλλά τρελαινόμουν να τον πειράζω, αγάπαγα που ξίνιζε η μούρη του όταν σχολίαζα τη διατροφή του... Πως δε το θυμάμαι, είχε γίνει κατακόκκινος. Το φώναξες και σε είχε ακούσει όλη η καφετέρια, "vegan vegan αλλά το πουλί του Αντρέα, φασόλια το βαφτίζεις πριν το φας", σηκώθηκες με κάτι νεύρα και έφυγες από το καφέ εκείνη την ημέρα. Το ίδιο βράδυ δεν είχε πάντως σεξ με τον Αλέξη, γύρισε και μου είπε "αν η κολλητή σου σε θεωρεί ζώο, δε θα ξαναβάλω το πουλί σου στο στόμα μου Αντρίκο" και μου γύρισε πλευρό, το τι μπινελίκι σου είχα ρίξει εκείνο το βράδυ... Και φυσικά ήταν η τελευταία φορά που τον πείραξα σε ότι είχε να κάνει με όλο το vegan θέμα. Σχεδόν.

    Αλλά ο Αλέξης δε θα αυτοκτονούσε, την αγαπούσε τη ζωή.

    Φαντάζομαι τον πατέρα του πάνω από τον Αλέξη να τον κοιτάει να πεθαίνει και εκείνος να τρίβει τα χέρια του ενώ παράλληλα η μάνα του από τη μία να βράζει το σιτάρι και από την άλλη να ξεπλένει τα αποδεικτικά στοιχεία στον νιπτήρα.

    Θα μάθω τι έγινε Ελένη. Θα μάθω. Δε θέλω ο θάνατος του Αλέξη να είναι μάταιος. Εγώ πάει, τελείωσα, ξόφλησα, μπορεί να το γελάμε τώρα, αλλά δεν έχω καρδιά να συνεχίσω Ελένη, είμαι μισός και σέρνομαι σε έναν δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά. Με ανάγκασαν να μείνω μισός αλλά θα το τελειώσω ολόκληρος.

    Αντίο Ελένη.

    Την επομένη στις ειδήσεις όλοι θα μάθουν ότι, "ζευγάρι βρέθηκε άγρια δολοφονημένο στην οικία του από νεαρό άντρα, ο οποίος αφού τους δολοφόνησε έστρεψε την καραμπίνα στο πρόσωπο του και αυτοκτόνησε!"

-ΕΙΣΕΡΧΌΜΕΝΟ ΜΉΝΥΜΑ- 
“Αυτοί το έκαναν Ελένη.”

-ΕΞΕΡΧΌΜΕΝΑ ΜΗΝΎΜΑΤΑ-
"Αντρέα είσαι εκεί;"
"Αντρέα;"
"Αντρέα σε παρακαλώ σήκωσε το!"
"Αντρέα;"
"Σε παρακαλώ!"
"Αντρέα;"

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις