Ζωή μου

    

    Δε με αγαπούσαν οι δικοί μου. Δε νοιάστηκαν για εμένα κόρη μου. Η μόνη ευγενική χειρονομία που έλαβα ποτέ από πλευρά τους ήταν όταν εξαιτίας εκείνου του συνοικεσίου απέκτησα εσένα. Εσένα παιδί μου!

    Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στον κόσμο δεν έλαβα αγάπη παιδί μου, δεν ένοιωσα ποτέ το χάδι της μάνας, ούτε και του πατέρα μου. Βλέπεις εκείνο τον καιρό κόρη μου, το να φέρεις στο κόσμο τσούπρα και πολύ περισσότερο να είναι και το πρωτότοκο ήταν το πιο κακό πράμα του κόσμου, μου τα είχε πει εμένα όλα η Κούλα του κυρ Ανέστη που είχαν το μπακάλικο της γειτονιάς. Θυμάσαι; Που να θυμάσαι. Ήσουν μικρή όταν έκλεισε βέβαια, αλλά όταν περνάγαμε σου έδινε από εκείνα τα γλειφιτζούρια που σου άρεσαν και που μετά στα έπαιρνε ο πατέρας σου απ' τα χέρια και τα πέταγε στο δρόμο και μετά με βάραγε στα πόδια, στα χέρια, στο πρόσωπο. Νόμιζε πως είχα δεσμό βλέπεις με τον κυρ Ανέστη και μου απαγόρευε να βγαίνω έξω.

    Η κυρία Κούλα παιδί μου ήταν εκείνη την εποχή μαμή και βοήθησε τη μητέρα μου να γεννήσει, και όπως μου είχε πει κάποια μέρα που έτυχε να μιλήσουμε, εγώ με το που ήρθα στο κόσμο με πέταξε στα χόρτα, την είχαν πιάσει οι πόνοι στον αγρό και με μάζεψε η κυρία Κούλα γρήγορα και με πήγε στον γιατρό ο οποίος με φρόντισε ώσπου η προγιαγιά σου ανάγκασε την μαμά μου να με πάρει σπίτι. Τι ξύλο έφαγε η μαύρη που γέννησε κορίτσι. Ατίμωση για την οικογένεια Γεωργιάδη. Εγώ η ατίμωση παιδί μου.

    Δεν πήγα σχολείο κόρη μου, μεγάλωσα δίπλα στα ζα, κοιμόμουν ελάχιστα, πέντε το πρωί στο πόδι, να βγάλω τα πρόβατα για βοσκή, να σκουπίσω τη στάνη, να τινάξω τα ρούχα, να καθαρίσω το αυλάκι απ' τα αγριόχορτα, να μαζέψω λαχανικά από το μποστάνι, να φέρω το αλεύρι από το μύλο, να ανοίξω φύλλο, και εγώ να κλαίω γιατί δεν είχα ίσκιο παιδί μου να σταθώ, με βάραγε κόρη μου ο παππούς σου αν αργούσα, με βάραγε αν καθόμουν, με βάραγε αν τα έκανα λάθος, με βάραγε αν αντιμιλούσα, θαύμαζε τον τρόπο που με πόναγε επειδή δεν ήμουν αγόρι. Λυπάμαι που δεν γεννήθηκα αγόρι κόρη μου, αλλά έχω εσένα παιδί μου. Το δώρο μου.

    Δεν είμαι όπως έπρεπε να ήμουν, ενώ θα μπορούσα να ήμουν πολλά περισσότερα, αλλά ο μπαμπάς σου, σαν άλλος παππούς σου και με τη σειρά προπάππους σου, δε με ήθελε παιδί μου.

    Στα δεκαπέντε μου ήταν η χρονιά που καταστράφηκα. Η χρονιά που η τριανταφυλλένια μου αθωότητα μαδήθηκε, και τα πέταλα της μου μοσχοβόλαγαν σαν τη πρώτη μέρα του Μάη, χιλιοπατήθηκαν από τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει άντρας μου, έναν άντρα σαράντα Μαΐων, έναν άντρα που πέρασε με τις λασπωμένες μπότες του τις πύλες του παραδείσου μου για να φέρει την κόλαση. Τον πατέρα σου, που μου τον προξένεψε η κυρία Λίτσα.

    Η κυρία Λίτσα, ήταν παιδική φίλη της γιαγιά σου κόρη μου, δηλαδή της μαμάς μου, και ξακουστή προξενήτρα της εποχής μου. Είχε κάνει προξενιά που άφηναν εποχή. Α να, η φίλη σου ο Αλεξάνδρα; Ο μπαμπάς και η μαμάς της από προξενιό της κυρίας Λίτσας ήταν. Μόνο που εγώ ήμουν ειδική παραγγελία.

"-Λίτσα, θέλω να βρεις άντρα για την Λενιώ."
"-Την κόρη σου; Μα είναι μικρή ακόμα!"
"-Δε το θέλω άλλο εδώ μέσα. Ακούς;"
"-Έννοια σου."

    Και έτσι μου έφερε τον Αντρέα Πετρόπουλο. Τον θυμάσαι; Που να τον θυμάσαι. Χοντρός, με γένια, βρωμιάρης, άξεστος, και μπεκρής.

    Όταν τον είδα έτρεξα στο δωμάτιο μου και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Είχα σφίξει τα χέρια μου στα κάγκελα για να μη με δώκουν θυμάμαι κι αυτοί να προσπαθούν να με απαγκιστρώσουν, βαρώντας ο μπαμπάς μου τα χέρια μου με τις αρβύλες του και η μάνα μου να με βαράει με τη παντόφλα στα μπούτια μου και εγώ να φωνάζω, να παρακαλάω πως θα κάνω ότι θέλουν αρκεί να μη με δώκουν σε εκείνον τον άντρα.

    Τελικά κατέληξα με σπασμένα δάχτυλα και με μπλαβιασμένα μπούτια να χάνω τη παρθενιά πάνω στην παλιά καριόλα στο πατρικό σπίτι του πατέρα σου, και εγώ να μη βγάζω μιλιά, και τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι καθώς η εικόνα των γονιών μου έσβηνε από τα μάτια μου, και εγώ να μένω μόνη καθώς η κοιλιά μεγάλωνε και εγώ να δουλεύω σαν το σκυλί καθαρίζοντας σκάλες μην έχοντας βοήθεια από πουθενά, μήτε από μάνα μήτε από πατέρα.

    Ο πατέρας σου τρία χρόνια αφότου γεννήθηκες βρέθηκε νεκρός λίγα μέτρα από το σπίτι μας κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί, το οποίο είχε χυθεί στο χώμα. Καρδιά...

    Εγώ σε μεγάλωσα καταλαβαίνεις; Εγώ! Αίμα από το αίμα μου είσαι. Ψυχή της ψυχής μου. Η κόρη μου. Το φωνάζω, Ζωή! Είσαι η κόρη μου, και μακάρι να είχα άλλες εκατό Ζωές σαν εσένα και καθόλου αγόρια. Είσαι σαν εκατό αγόρια, σαν διακόσια, χίλια.

Νομίζεις πως με νοιάζουν οι επιλογές σου;
Νομίζεις πως θα σε αγαπήσω λιγότερο;
Νομίζεις πως δεν είσαι ελεύθερη;

Νομίζεις πως εγώ είχα επιλογές;
Νομίζεις πως εγώ είχα αγάπη;
Νομίζεις πως εγώ είχα ελευθερία;

    Μη κλαις κόρη μου, έκλαψα εγώ και για τις δυο μας, πριν πολλά χρόνια, δάκρυα που φτάνουν να γεμίσουν χιλιάδες βάζα με κυκλάμινα, έτσι ώστε να μη μαραθούν ποτέ!

    Τα κυκλάμινα δεν είναι τα αγαπημένα σου;

    Όπως και της γιαγιάς σου!

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις