Θέκλα .



    Βράδυ Σαββάτου και στο ραδιόφωνο να τραγουδάει ο Παπακωνσταντίνου το "Βράδυ Σαββάτου" Σφεντόνα Πόσες φορές είχα ακούσει αυτό το cd άραγε Γαμώτο πάλι ο Βα! Γεια σου αγάπη μου! "Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου άραγε πού να βρίσκεσαι για τι να λες;" για τι να λες; Πάλι θα κλάψω

    1996 1996 λοιπόν ήταν η χρονιά που είχα γνωρίσει τον Βα, κι εσείς έτσι θα τον γνωρίσετε βασικά, γιατί το πλήρες όνομα του ποτέ δεν του άρεσε.

    Δε ξέρω γιατί τον θυμάμαι κάθε χρόνο τέτοια μέρα, δε ξέρω γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει σε αυτόν, κάθε τόσο παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Σαράντα χρονών και ακόμα να θυμάμαι. Τον Βα.

    Όλα άρχισαν την ημέρα που ανέβαινα Θεσσαλονίκη για σπουδές και αυτός να κάθεται δίπλα μου καθώς γυρνούσε από Αθήνα. Κάπου στα μέσα της διαδρομής θυμάμαι να ξυπνάω γιατί είχε πιαστεί το μάγουλο μου από τον ώμο του, που εκτός του ότι τον είχα γεμίσει με σάλια, τον είχα περάσει και για μαξιλάρι. Ανασηκώθηκα, σκούπισα με το πουκάμισο μου τα σάλια από το μάγουλο μου κι έμεινα να κοιτάω το κενό, με βλέμμα άδειο κι απλανές μέσα στη ντροπή.

    "Είσαι καλά;" με ρώτησε. Εγώ φυσικά κοκκίνισα και χωρίς να ρίξω τα μάτια μου πάνω του, του απάντησα καθώς είχα τα μάτια μου καρφωμένα στην ευθεία, "καλά ναι, συγνώμη, δεν δεν το έκανα επίτηδες, αποκοιμήθηκα" "Με λένε Βα" μου είπε, κάνοντας πως άλλαζε τη κουβέντα καθώς έβγαζε τη σαλιωμένη μπλούζα του για να την αλλάξει με μία άλλη Κόμματος; Κούκλος; Θεός; Εγώ στα δεκαοκτώ μου, άχαρη, ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω σαν τον πατέρα μου, τζιν-καρό πουκάμισο-μπότες "κι εμένα Θέκλα" είπα, κι αυτός στα είκοσι πέντε να κάθομαι να μετράω τους κοιλιακούς του και τα γυαλιά της μυωπίας μου να θαμπώνουν.

    Μου είχε πιάσει την κουβέντα. Ήταν το πρώτο αγόρι στη ζωή μου που μου έπιανε ποτέ την κουβέντα από το πουθενά και πραγματικά το χαιρόμουν τόσο πολύ, εγώ δε μίλαγα, βασικά ποτέ μου δε μιλάω, αυτός με είχε πιάσει μονότερμα και μου μίλαγε, μου μίλαγε, μου μίλαγε, κι εγώ να ρουφάω τις λέξεις του σαν παγωμένη coca-cola καταμεσής καλοκαιριού. Έτσι ήταν και στη σχέση μας, ποτέ δε μίλαγα, εγώ μαγείρευα, εγώ καθόμουν και καθάριζα το σπίτι, εγώ διάβαζα κι αυτός απλά εμφανιζόταν και μου μίλαγε.

    Δε ξέρω πως και πότε τα φτιάξαμε, αυτός έμενε μόνος του από τα είκοσι δύο κι εγώ είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα είκοσι λεπτά μακριά του, ερχόταν με έπαιρνε με το αμάξι να με πάει βόλτα να μου δείξει τη Θεσσαλονίκη, κι εγώ να κάθομαι πλάι του να τον κοιτάζω να οδηγεί και να μου φωνάζει καθώς σιχαινόταν το πιγούνι του καθώς είχε ελαφρύ προγναθισμό κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται άβολα. Δεν ήθελε επ' ουδενί να τον κοιτάω προφίλ, και εγώ το έκανα, αν και ποτέ του δεν κατάλαβε πόσο τέλειο προφίλ είχε.

    Το μόνο κοινό στη σχέση μας ήταν πως είχαμε και οι δύο από ένα όνομα που μας προκαλούσε αποστροφή, μόνο που εγώ το είχα αγαπήσει μέσω του ΑΡΚΑ καθώς οι γονείς μου είχαν τη φαεινή ιδέα να με βγάλουν Θέκλα κι αυτόν Βα... Βα, τι Βα είναι αυτό; Από που βγαίνει το Βα; Βασίλη; Βαγγέλη; Βαλάντη; Βαλαωρίτη; Δε μου έλεγε, ήταν το μεγαλύτερο του κόμπλεξ! Και όσο πιο πολύ μου τόνιζε τα μειονεκτήματα του, τόσο πιο πολύ εγώ τον λάτρευα, τόσο πιο πολύ τον αγαπούσα.

    Σεπτέμβριο τα φτιάξαμε, και να οι έξοδοι, να τα ποτά, να τα σεξ, να τα μπάνια μέχρι αρχές Οκτώβρη, να τα τηλέφωνα δίχως τίποτα να πούμε απλά για να ακούμε ο ένας τον άλλον. Και να που κάναμε και όνειρα Όνειρα τα Χριστούγεννα να πηγαίναμε οι δύο μας εκδρομή, όνειρα να πηγαίναμε το καλοκαίρι σε κάποιο νησί, όνειρα να πηγαίναμε στη 
συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, είχε βγάλει και εισιτήρια Ακόμα τα έχω Ερχόταν σπίτι κάθε βράδυ και με βοηθούσε στο διάβασμα, δε με άφηνε να κοιμηθώ μέχρι να βεβαιωθεί πως είχα κατανοήσει την ύλη Ενδιαφέρον Ένα ενδιαφέρον που τελικά εξαφανίστηκε, από εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη.

    Είχε πάει δύο τα ξημερώματα, κι εγώ ύστερα από εκατοντάδες τηλεφωνήματα στο σπίτι του, να διασχίζω μόνη μου τη Τσιμισκή μέσα στη βροχή μέχρι να φτάσω σπίτι του. Είχε πάει Δε θυμάμαι. Είχα κάτσει στα σκαλοπάτια και καθόμουν μέσα στη βροχή, ώσπου άρχισε να ξημερώνει Κι εγώ να κλαίω, να φωνάζω, “Βα; Που είσαι αγάπη μου; Που είσαι μωρό μου; Μη με αφήνεις μόνη!” Να γυρίζω σπίτι να κλαίω με αναφιλητά για την απουσία του. Και που ακόμα κλαίω. Ακόμα και σήμερα κλαίω. Πετάγομαι και τον παίρνω τηλέφωνο που και που, ένα νούμερο που από τα τέλη του Δεκέμβρη του ίδιου έτους δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή.

    Γιατί με άφησες; Τι σου έκανα;

    Ζεις; Πέθανες; Είσαι καλά;

    Είκοσι τρία χρόνια μετά, μια πληγή δύο μηνών με καθόρισε. Σαν σήμερα έμαθα πως η μοναξιά μου ήταν και είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του έρωτα μου. Πολλές φορές στέκω και ρωτάω, "άξιζε;" Όπως και κάθε χρόνο τέτοια μέρα, στέκω και ρωτάω "άξιζε;"!

    Πως θα ήταν η ζωή μου αν ήταν εδώ; Θα είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο; θα είχαμε περάσει ωραία στη συναυλία; Θα είχαμε περάσει όμορφα στην εκδρομή;

    Ο Βα δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, που πήγε και γιατί. Και κάθε μέρα μέσα μου πονάω μόνο και μόνο στη σκέψη ότι τον έκανα εγώ να χαθεί! Εγώ! Και να σκέφτομαι,
 να σκέφτομαι, σαν μια πληγή που δε κλείνει, δε μπορεί να κλείσει, "θα ήμασταν άραγε μαζί αν δεν είχε χαθεί, αν 
δεν είχε φύγει;"

    Τα εισιτήρια είχαν κλειστεί στο όνομα Παρασκευάς. Τι ειρωνεία, είκοσι χρόνια και, τώρα το πρόσεξα.

    Βα από το Παρασκευά Ακόμα κι αυτό αγάπησα.

    Τελικά άξιζε!

    Όπου και να είσαι θα σε περιμένω! Εδώ που με άφησες!

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις