Όλα Χάθηκαν!
Άλλη μία μέρα μέσα, άλλη μία μέρα που κανένας δεν αναρωτήθηκε για το αν ζω ή πέθανα. Μόνος σε ένα σπίτι, μόνος από το πρωί έως και τώρα μόνος. Το τηλέφωνο δεν έχει χτυπήσει μέρες τώρα λες και φοβάται πως αν χτυπήσει θα πονέσει. Το έχει συνηθίσει πλέον, ξέρει πως οι μόνες μέρες που θα χτυπήσει θα είναι σε γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων για μηνύματα ευχών, αλλά εκτός όλων των άλλων παραμένει σιωπηλό. Όλοι έχουν την εντύπωση πως όλοι έχουν φίλους και πως κανένας δεν είναι μόνος σε αυτό τον κόσμο. Γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι, αυτές είναι οι μόνες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που μία ανώτερη δύναμη του όρισε ως μοναχικές από τη στιγμή της γέννησης του.
Ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο για να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να βοηθήσουμε και να βοηθηθούμε. Χωρίς φίλους. Ζω μια ζωή επίπεδη. Δε ζω. Κυκλοφορώ στο δρόμο σε μαγαζιά και με ρωτάνε «από εδώ είσαι;» μια ερώτηση που κανονικά στην ηλικία μου δεν επιτρέπετε. Τι μου δίνει εμένα δύναμη για να ξυπνήσω την επόμενη μέρα και να συνεχίσω; Η αίσθηση της μη αυτοκτονίας; Βαρέθηκα ο μόνος που αγαπάει τον εαυτό μου να είμαι εγώ και όχι ένας σύντροφος. Περνάνε τα χρόνια και εγώ κάθομαι σπίτι δίχως τι άλλο να κάνω. Σιχαίνομαι τις μέρες πλέον που δεν θα είμαι στο μαγαζί για να περνάει η ώρα μου, αλλά και αυτές γεμάτες υποκρισία και φρούδες ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Το αύριο είναι στα χέρια μας λένε και το δικό μου κάπου έπεσε και το έχασα. Πρέπει να το ξαναφτιάξω, αλλά πως; Ποιος θα με βοηθήσει εμένα; Εμένα που δε με γνωρίζει ούτε η ίδια μου η πόλη; Όλα είναι αλληλένδετα, κι εγώ;
Δε μου αρέσει ο πόνος γιατί απλά δεν έχω κάποιον δίπλα μου να μου σταθεί όταν πονέσω. Δε μου αρέσει η μοναξιά αλλά τη συνήθισα. Ο πόνος της μοναξιάς είναι τεράστιος γιατί όσο και να είναι δίπλα οι δικοί σου άνθρωποι, οι άνθρωποι που σε έφεραν στον κόσμο και οι οποίοι είναι οι μόνοι που θα σε αγαπούν ανιδιοτελώς, κάποια μέρα θα φύγουν και το τελευταίο υποστύλωμα θα γκρεμιστεί όπως και όσα είχες χτίσει πάνω του κατά τη διάρκεια της ζωής σου. Φίλοι που όσο και αν είναι δίπλα σου όταν τα φώτα κλείσουν μένεις και πάλι μόνος, ζώντας σε επανάληψη στιγμές που ήθελες να ξεχάσεις. Σχέσεις που έφυγαν, ευκαιρίες που χάθηκαν και εγώ να πεθαίνω μέρα με τη μέρα λες και κάθε δάκρυ είναι μία ώρα ζωής που χάθηκε. Δε ξέρω τι και γιατί η ζωή μου τα έφερε έτσι, γιατί η ζωή με έκανε έτσι, και γιατί η ζωή με αναγκάζει να αναρωτιέμαι αυτό το πράγμα κάθε μέρα.
Πέρασαν άνθρωποι από τη ζωή μου. Άνθρωποι οι οποίοι ήταν καλοί και μου άξιζαν αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεψαν ένα φιλικό και σταθερό δέσιμο. Να φύγω. Να πάω που; Να κάνω τι; Μαγαζιά και επιχειρήσεις κλείνουν. Είμαι ένας μέσος Έλληνας που αύριο δε θα έχει δουλειά. Το πιστεύω, όχι το πιστεύω πως αν φύγω όλα θα αλλάξουν. Με ένα κίνητρο έφυγα. Θα βγω, θα γνωρίσω κόσμο, θα επεκταθώ. Αλλά ως τότε; Να βρω σπίτι, μια δουλειά. Έξοδα που στις μέρες μας είναι πολυτέλεια.
Ξυπνάω και παθαίνω σοκ. Ένα καθημερινό πλέον σοκ που δε το αντιλαμβάνομαι γιατί έχει περάσει στο υποσυνείδητο μου. Όλες οι μέρες ίδιες. Αναγκάζομαι να τα γράφω αυτά γιατί είναι ο μόνος τρόπος να νιώσω καλύτερα. Ξέρω που θα είμαι αύριο, που θα είμαι σε ένα μήνα, σε δύο χρόνια, στο μακρινό μέλλον. Δε με βοηθάει τίποτα πλέον, ούτε καν εγώ. Βαρέθηκα να υποκρίνομαι κάτι που δεν είμαι και κάτι που σχετικά έχουν όλοι υποψιαστεί αλλά δε τολμάνε να ρωτήσουν ευθέως. Αν με ρωτούσες πως ονειρεύομαι τη ζωή μου. Θα σου έλεγα: Μια ζωή που να ήταν όπως εγώ θα ήθελα και όχι όπως βολεύτηκα εγώ σε αυτήν. Μια ζωή με φίλους και αν όχι φίλους με έναν φίλο που να με νοιάζεται να με παίρνει ένα τηλέφωνο να δει τι κάνω, να θέλει να βγούμε έξω το βράδυ για ποτό, να μοιράζεται τον πόνο μου, τη χαρά μου, τη θλίψη μου, τις έγνοιες μου. Ζηλεύω αυτούς που έχουν τη χαρά που μπορεί να τους δώσει η ελευθερία της επιλογής χωρίς να τους κρίνουν οι άλλοι για το τι είναι και για το τι μπορεί να γίνουν.
Έχω χαντακωθεί, με πιάνω να είμαι σχεδόν άχρηστος, δειλός, αδύναμος να κάνω το παραμικρό χωρίς να έχω τα κότσια να σταθώ μπροστά στις συνέπειες των πράξεων μου. Γι’ αυτό επιπλέω. Έρχονται Σαββατοκύριακα και εγώ μέσα μπροστά από μία οθόνη να κοιτάω πολύχρωμες εικόνες να περνάνε μπροστά από τα μάτια μου, παρασέρνοντας τις ώρες, τις μέρες, τις βδομάδες. Και μια μέρα στα ογδόντα μου θα ξυπνήσω να αναρωτιέμαι που έφτασα. Πουθενά. Δε ξέρω τι να κάνω, από πού να ξεκινήσω. Σε όλους έρχονται όλα σιγά σιγά και εγώ ζω διαρκώς με ένα βουνό στο στήθος που όλο με πλακώνει. Ωραία μέρα σήμερα και όλοι έξω, ακόμα και οι δικοί μου. Και μόνο εγώ ήμουν στο σπίτι.
Σηκώθηκα από τον υπολογιστή και κοίταξα τον ουρανό από το μπαλκόνι «σήμερα θα ήμουν έξω και θα έπινα καφέ με έναν φίλο μου» και να που νύχτωσε και είμαι ακόμα μπροστά από μία οθόνη. Που να μιλήσω, σε ποιόν να απευθυνθώ;
Πρέπει να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, αλλά η ζωή που θέλω εγώ να ζήσω πλέον χάθηκε. Γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ και όσο και να μη θέλω να το σκέφτομαι, εδώ και μάλλον θα πεθάνω. Την αγαπάω την πόλη μου γιατί μέσα της ζούνε οι δικοί μου άνθρωποι, οι άνθρωποι που αγαπάω και πονάω και που οι ίδιοι θέλουν το καλό μου, άνθρωποι που με γνώρισαν, γνώρισα, έφυγαν από τη ζωή και άλλοι που θα έρθουν. Μου αρέσει να απαλύνω τον πόνο των άλλων, τον πόνο των ανθρώπων που αγαπώ. Τον δικό μου πόνο όμως; Εγώ και οι συγγενείς μου έχουμε μια διαφορά. Όλοι τους έχουν και είχαν φίλους και εγώ έχω μόνο αυτούς. Τους συγγενείς μου. Έχω να δώσω τόσα πολλά και καταλήγω να τα κρατάω για τον εαυτό μου.
Τι σπατάλη είναι να σκέφτεσαι πως εν τέλη υπήρξες βάρος ακόμα και εκεί που σε αγάπησαν.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου