Σε αγάπησα



    Ήταν αργά το βράδυ, κατά τις τρεις όταν ξύπνησα απ’ τα νεύρα μου και τον είδα να κοιμάται δίπλα μου. Ήταν μία απ’ τις πολλές φορές που τσακωνόμασταν άνευ λόγου και αιτίας με κατάληξη όπως και κάθε άλλη φορά αυτός να πέσει στο κρεβάτι σέκος, να μου γυρίζει την πλάτη και να αρχίσει το ροχαλητό.

    Πότε σταμάτησε άραγε να μιλάει; Να επικοινωνεί μαζί μου για θέματα που τον απασχολούσαν, που τον βασάνιζαν; Κάθε φορά ή που θα είχε νεύρα ή που θα τσακωνόμασταν ή που δε θα μίλαγε μέχρι το άλλο πρωί. Γιατί όμως;

    Δεν ήταν ερωτευμένος πια μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια του. Στα κενά, καστανά του μάτια. Εκεί που δε με κοίταζε πλέον…

    Δύο χρόνια τρελής υπομονής απέναντι στα πάθη του, στα ψυχολογικά του, στη γκρίνια του, την απάθεια του γιατί τον αγάπαγα. Αλλά η αγάπη δεν ήταν αμφίδρομη, και δυστυχώς αφού δεν πήρα ούτε το ελάχιστο, στέρεψα, έγκωσα ,πνίγηκα… Και το ταβάνι κάθε μέρα να φαντάζει όλο και πιο κοντά στο πρόσωπο μου λες και ήταν έτοιμο να με πλακώσει, να με λιώσει και να με συνθλίψει.
    
    Ήθελα με όλο μου το είναι να πάρω το μαξιλάρι από το κρεβάτι και ή να το βάλω στο πρόσωπο του μέχρι να σκάσει ή να του δώσω μία στο κεφάλι έτσι ώστε να πέσει κάτω και να βαρέσει όπου τον βρει η γωνία του κομοδίνου.
 
    Άναψα ένα τσιγάρο και τον κοίταγα να κοιμάται τόσο ήρεμος, τόσο γαλήνιος, δίχως έγνοιες. Και τον ζήλευα. Τον ζήλευα γιατί μπορούσε κι ανέπνεε, ανέπνεε έναν αέρα που μου στερούσε, μου έκλεβε το οξυγόνο η αγάπη μου, το μωρό μου, η ψυχή μου. Αλλά δυστυχώς όσο πιο πολύ οξυγόνο έκλεβε τόσο εγώ πνιγόμουν. Πόσες ευκαιρίες να έδινα πια; Εμένα δε με αγάπαγα ρε συ;

    Όταν εν τέλει με πήρε ο ύπνος κατά τις τέσσερις παρά, ευχήθηκα στον ύπνο μου να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω έτσι ώστε να τα σβήσω όλα. Όλο το παρελθόν μου για να μην έχω μέλλον. Κάτι που σιγά σιγά ξεδιπλωνόταν και εγώ να το βλέπω σαν όνειρο, ένα όνειρο που έκανε τα δάκρυα μου να κυλίσουν γιατί εικόνες πέρναγαν από εμπρός μου, εικόνες που ζούσα μαζί του και που πλέον έσβηναν και εγώ να μη μπορώ να τις σταματήσω.

    Πήγαινε γρήγορα. Πήγαινε τόσο γρήγορα και εγώ να μη προλαβαίνω να αγγίξω ούτε το παραμικρό. Η εκδρομή μας στην Αράχωβα, στα γενέθλια μου να με έχει αγκαλιά, στην κουζίνα να του μαγειρεύω, στο νοσοκομείο όταν έκανα το χειρουργείο μου και που ήταν δίπλα μου, όταν με γνώρισε στους δικούς του, στο κρεβάτι να με έχει αγκαλιά μετά που κάναμε έρωτα, στο σπίτι φίλων να παίζουμε, στο βουνό να μου πετάει χιόνι στο πρόσωπο, έξω να φάμε όταν πήρε αύξηση, όταν μετακομίσαμε μαζί, στο Ναύπλιο να κάνουμε μπάνιο… Στιγμές που γελάγαμε μαζί… Που αγαπάγαμε και οι δύο για 
τους δύο…

    Και να που ο χρόνος σταματά την μέρα που τον γνώρισα. Μέσα στον ηλεκτρικό λίγο πριν την Καλλιθέα, να με κοιτάει και να χαμογελάει λίγο πριν μου αγγίξει το χέρι. Τραβήχτηκα. Μαζεύτηκα και κατέβηκα. Μια στιγμή που μου χάρισε δύο υπέροχα χρόνια χάθηκε. Ο συρμός απομακρύνθηκε κι εγώ χάθηκα στον καπνό.

    Οκτώ η ώρα και το ξυπνητήρι να χτυπάει δίπλα μου, μόνο που εγώ ήμουν μόνη στο κρεβάτι, η πλευρά του ατσαλάκωτη, καμιά φωτογραφία του στον τοίχο ή στο κομοδίνο, ούτε η κούπα του στην κουζίνα, ούτε η οδοντόβουρτσα του στο μπάνιο. Άνοιξα τις ντουλάπες αλλά ούτε τα ρούχα του ήταν εκεί.

    Έσπασα, σε κλάσματα δευτερολέπτου τα γόνατά μου έπεσαν στο πάτωμα και οι λυγμοί μου με λύγησαν σε βαθμό να ακουμπήσει το κεφάλι μου στο πάτωμα και τα δάκρυα μου να μουσκέψουνε το ξύλο.

    Μου πήρε μήνες μέχρι να ανακάμψω αλλά δεν το μετανιώνω, ήταν επιλογή μου, εγώ το ήθελα, εγώ το προκάλεσα, για το καλό και των δυο μας.

    Καιρός λοιπόν να συνεχίσω, έζησα δύο χρόνια που πλέον δεν υπάρχουν γιατί επέλεξα αυτόν από εμένα. Επέλεξα τη δική του ευτυχία από τη δική μου. Γιατί τον αγάπησα, τον αγάπησα με όλη μου την καρδιά. Και ο πόνος της καταπίεσης που ζούσε εξαιτίας μας, με πλήγωνε αφάνταστα.

    Και τώρα Ελένη συνεχίζεις μόνη και ελπίζεις ο Ηρακλής να είναι ευτυχισμένος και ας μη σε θυμάται. Και ας μη σε ξέρει καν.
Τουλάχιστον αγαπηθήκατε.

Σε αγάπησε.
και
Τον αγάπησες.


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις