Είκοσι πέντε χρόνια.
Αυτός αισιόδοξος, λαμπρός και χαμογελαστός.
Αυτή αέρινη, καλοκαιρινή και δροσερή.
Αυτός μέσα στο λουσάτο σακάκι του να αγορεύει στα δικαστήρια υπέρ κακοποιών.
Αυτή φορώντας το πιο ακριβό ταγιέρ να προωθεί εξεζητημένες τσάντες σε ανύπαντρες σαραντάρες του σωρού.
Αυτός στα πενήντα πατημένα.
Αυτή σαράντα τρία αφαιρώντας μονίμως έξι χρόνια.
Ιδεαλιστές. Εργασιομανείς και υπερόπτες. Ψεύτες. Καταχραστές και επιφανειακοί. Ανέραστοι. Υποκριτές και μίζεροι.
Έρμαια στο βωμό του χρήματος και της φήμης. Γράφοντας τη δική τους ιστορία καλύπτοντας το μεγαλύτερο ψέμα που θα μπορούσε ποτέ να τους απελευθερώσει. Ένα ψέμα που κάποτε κλείδωσαν στο αμπάρι της ψυχής τους μόνο και μόνο επειδή τους το επέβαλαν.
Είκοσι πέντε χρόνια μαζί. Είκοσι πέντε χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι ο ένας στη ζωή της άλλης και αντιστρόφως.
Κανένα παιδί και καριέρα δίχως σταματημό. Ταξίδια. Ποτά και φαγητά. Ξενύχτια. Τζόγος και κέρδος. Μυστικά. Πάθος και έξαψη.
Αυτή στέρφα. Μόνιμη κατάρα στην καμπούρα της να μην κρατά παιδί η μήτρα της και τα ψυχολογικά να ανεβαίνουν στο θεό.
Αυτός αναίσθητος. Μόνιμη κατάρα στη ζωή του να μην την καταλαβαίνει ποτέ.
Γροθιές σφιχτές και μάτια βουρκωμένα. Νύχια μες το κρέας και γαϊδουρινή υπομονή. Μέρες που γινήκαν μήνες και μήνες σε έτη. Μέρες σε νύχτες και νύχτες σε πρωινά. Γεμάτα σιωπή, νεύρα και απόγνωση. Ύστερα ένα «γιατί;»
Άνοιξη του '83 κι αυτή μέσα στο πανάκριβο περλέ νυφικό να χαμογελά διάπλατα καθώς ο υπερήφανος πατέρας την οδεύει στον γαμπρό που περιμένει ανυπόμονος κρατώντας την τριανταφυλλένια ανθοδέσμη στο τέλος του διαδρόμου μέσα στο μπλε σακάκι του. Γάμος σε ξωκκλήσι με χίλιους καλεσμένους καθώς το έθιμο προστάζει πλούσιο κουτσομπολιό από εύθυμες ευκατάστατες σαραντάρες ζωντοχήρες στο πλευρό των ζιγκολό τους. Μούλικα που σκασμό δε βγάζουν και πατεράδες να χουφτώνουν τον κώλο της κουμπάρας τη στιγμή που η σύζυγος ζαχαρώνει τον νεωκόρο.
Η δούλη του θεού Χρυσάνθη στέφεται τον δούλο του θεού Ιεροκλή στο όνομα του πατρός του υιού και του αγίου πνεύματος. Και οι εκατομμύρια δραχμές να πέφτουν βροχή στο γεγονός που όλοι θα μιλούσαν.
Ούτε το χέρι δεν του έπιασε.
Ούτε το μηρό δεν της χάιδεψε.
Είκοσι πέντε χρόνια υποκρισίας. Και το ένα βολικό ψέμα μετά το άλλο. Πρωταγωνιστές σε μια παράσταση που έκτισαν και έγινε πραγματικότητά τους. Χαμόγελα πάνω σε μια μάσκα που κρέμαγαν στην επιστροφή πίσω στο κρύο σπιτικό και σενάρια καλογραμμένα έτσι ώστε να γίνουν πιστικοί.
Αυτή απ’ την Καβάλα.
Αυτός από την Κάλυμνο.
Γνωριμία στο Βόλο και συνεργάτες εγκλήματος στην Κρήτη.
Αυτή άριστη μαθήτρια και παραστάτης επί χρόνια, καμάρι των γονιών να τη δουν μια μέρα μεγάλη και τρανή.
Αυτός αριστούχος νομικής με δόξες και τιμές στην ορκωμοσία εποχής και να πουλά τις διπλωματικές τη μία μετά την άλλη σε βαριεστημένους συμφοιτητές που ποτέ τους βιβλίο δεν είχαν ανοίξει στη ζωή.
Τα κατάφεραν, μα τη ζωή τους έθαψαν.
Χρόνια να προσπαθεί υπερήφανους να τους γενεί. Χρυσάνθη και Ιεροκλής στο πλατύσκαλο την βγάζουν μέσα στη βροχή με απάρνηση από γονείς και μόνη συντροφιά το αριστείο της σχολής.
«Δεν είσαι υιός μου εσύ αν άντρες προτιμάς!»
«Δεν είσαι κόρη μου εσύ αν τα μουνιά θα καβαλάς!»
Ούτε άντρες προτίμησε.
Ούτε μουνιά καβάλησε.
Η Χρυσάνθη καταστράφηκε.
Ο Ιεροκλής πληγώθηκε.
Και οι δυο μαζί σε έναν κόσμο της ντροπής να ζουν σαν ζεύγος παρακμής μέχρι το θάνατο να βρουν ευθύς.
Τι καταπίεση το ζεύγος Γιαλαντζή που δέχτηκε, που δέχεται και που θα δεχτεί. Από τον ίδιο τους τον εαυτό που ήτανε γονιός, που έγινε οχθρός και που σαν άλλος εαυτός την πόρτα τους τους έκλεισε σαν άλλο γεγονός.
Τρία χρόνια μετά και λίγες μέρες αφού θα είχαν κλείσει την εικοστή όγδοη επέτειο τους, η Χρυσάνθη θα βρεθεί κρεμασμένη στο γκαράζ της τότε νεοκλασικής μεζονέτας επί της οδού Ευμενίδων και δίπλα της ο Ιεροκλής με μια σφαίρα να έχει διαπεράσει τον κρόταφο του και που έπειτα θα σφηνωθεί εξοστρακισμένη στον πίσω τοίχο.
Οι εφημερίδες θα μιλούν για το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι της περιοχής και οι γονείς θα σφίγγουν τη φυλλάδα με μετάνοια καθώς θα κλαίνε για μια πράξη που δεν έχει πλέον γυρισμό.
Τουλάχιστον πέρασε το δικό τους.
Θα έπρεπε να ήταν υπερήφανοι.
Βασιλης Χαντζης
Πικρά υπέροχο... σαν κομμάτι από τα Θύματα...
ΑπάντησηΔιαγραφή