Στο μνήμα.


        Για όνομα… Το φέρετρο ανοιχτό; Μα ποια νομίζει πως είναι; Η Νταϊάνα; Ούτε που πλησίασα. Από μακρυά καθόμουν καθ΄ όλη την κηδεία. Δε μπορώ να πω όμως, λουσάτη τελετή. Τα λεφτά δεν τα τσιγκουνεύτηκαν. Και το φέρετρο ε; Ανάκτορο. Λουξ. Από σανταλόξυλο είπαν πως ήταν φτιαγμένο. Μου ήθελε και σανταλόξυλο με βελούδινη επένδυση λες και κηδεύαμε το ζεύγος Γουάνγκ Ζεν. Η Κωστούλα ήσουν μωρή από την άνω Περδικούλα όχι η βασίλισσα Ελισάβετ… Αν και της φέρνει κάπως. Της φέρνει. Και το φόρεμα Χριστέ μου. Τι φόρεμα της διάλεξαν; Αόμματος την έντυσε στο τελευταίο της ταξίδι; Που πήγε το γούστο σε αυτό το χωριό; Ευτυχώς που έκρυψαν την όλη εικόνα τρόμου με γαρίφαλα και δεν υποβαθμίστηκε το γούστο εντελώς. Κι αυτό το πρόσωπο… Κλείστε το καπάκι μέρα μεσημέρι με την εικόνα τρόμου. Πόσο ρουζ στα μάγουλα μωρή; Συκώτι δε μας έμεινε απ΄ το γέλιο με τη μπεμπέκα. Ακόμα και οι βλεφαρίδες… Για κηδεία την ετοίμασαν ή για το καρναβάλι; Τι την έντυσαν;  Άννα Καλουτά; Σιγά μην πάω να ασπαστώ. Ένα
«πάντα τέτοια» θα ευχηθώ και θα σηκωθώ να φύγω.

        Ήρθε δίπλα μου και θρονιάστηκε η Μαίρη. Το κέρατο μου… Μόνη πήγα κι έκατσα μακρυά απ' όλους στον γυναικωνίτη και απ' όλη την εκκλησία κόλλησε δίπλα μου το μίασμα. Κολλητή της φιλενάδα απ’ την κατοχή. Την ίδια μπομπότα μοιράζονταν. Τι μοιρασιά δηλαδή… Αυτή και τη μπομπότα του διπλανού της θα έτρωγε έτσι όπως είναι. Τι φόρεσε Χριστέ μου στο τελευταίο ταξίδι της φίλης; Το ριχτάρι του καναπέ της έβαλε; Και τα παπούτσια της πέντε νούμερα μικρότερα Λίγο θέλει να σπάσει η ραφή μαζί με τα βραχιόλια στα χέρια της. Στόμα να είχαν οι αρτηρίες σου, μήνυση θα σου έκαναν. Και αυτή η μπόχα ανακατεμένη με λιβάνι και άρωμα λαϊκής… Παναγιά μου, τι βρώμα είναι αυτή; Σκόρδόψωμο έφαγε πριν έρθει; Θα σηκωθεί η νεκρή από το φέρετρο και θα πάει μόνη στο σκάμμα να θαφτεί μωρή. Για όνομα δηλαδή, τα μάτια μου βουρκώσαν. Έλα κοπελιά απομακρύνσου θα δακρύσουν οι εικόνες. Τις Trident δεν τις ξέρεις; Ευτυχώς που έβαλα τα Gucci και δε φαίνεται η αηδία στο βλέμμα μου. Ιδροκοπάει κιόλας και άρχισαν στις μασχάλες να φυτρώνουν μανιτάρια. Το κλιματιστικό η εκκλησία δεν το ξέρει ε; Κατακαλόκαιρο και θα αρχίσουνε να πέφτουν χάμω σαν τα κοτόπουλα οι γριές.

Μας έχει και τραπέζι μετά η κόρη της η Αντζελίνα. Το Αγγέλικα τη χάλαγε. Σαράντα επτά χρονών μαγκούφα, παντρεμένη με το ράφι, το Αντζελίνα τη μάρανε. Και το μαλλί αετοφωλιά με δυο μπουκάλια λακ πάνω του για να σταθεί. Όλη μέρα φλέρταρα με τον αναπτήρα ανάμεσα στη χούφτα μου. Μια σπίθα μακρυά ήταν έτσι ώστε να καταντήσει ο Άγγλος ασθενής. Ψαρόσουπα και σαλάτα με όλα τα συνοδευτικά στην ταβέρνα του Κυρ. Ηλία απέναντι απ’ τα αρχοντικό της μας είχε. Μια σπιταρόνα που καβάτζωσε απ΄ τη μάνα της δε λέγεται και μας ξεπέταξε με ψαρόσουπα σε ταβέρνα. Μεζονέτα. Κι εγώ μένω… Άντε μην αρχίσω τώρα. Δεν τρώω και το ψάρι γαμώ το θεό μου μέρα μεσημέρι. Με ψωμί θα τη βγάλω. Με έβαλε να κάτσω και δίπλα στη Μαίρη. Από τη μία το στεφάνι μου και από την άλλη οι αμαρτίες μου. Που έφταιξα; Τι κακό έκανα στην πλάση; Στην προηγούμενη ζωή μου έριχνα Χριστιανούς στο Κολοσσαίο για να τους φάνε τα λιοντάρια; Τι μπόχα Χριστέ μου, και WiFi πουθενά. Που ήρθαμε; Ακόμα και στην Αλάσκα έχει σήμα κι εδώ…


Τι κουβαλήθηκα εδώ μου λέτε; Τι μου ήταν εμένα η Κωστούλα; Δικιά του συγγενής ήταν όχι δική μου… Αυτός με έφερε ως εδώ. Αυτός… Αυτός ο άχρηστος που έχω για σύζυγο. Με έβαλε μέσα στο Hyundai λες και ήμανε σακί με καρπούζια και με έσυρε ως εδώ. Τα νύχια μου ακόμα είναι καρφωμένα στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού μας πίσω στη Τσιμισκή. Έβαλε και στο κασετόφωνο εν έτει δύο χιλιάδες τον Μπουγά και πήρανε φωτιά τα ντέφια. Και κασετόφωνο και Μπουγά. Κασετόφωνο ε, αυτό που παίρνει κασέτες, αυτά τα μαραφέτια που έπρεπε να είχες πάντα μαζί σου ένα καλά ξυσμένο Faber νούμερο 2 έτσι ώστε να «στρώσεις» την ταινία στην πρότερη μορφή της. Τι ξεπεσμός Χριστέ μου και τι σκόνη σε αυτό το ρημάδι που αποκαλεί αμάξι. Φτάσαμε στο χωριό μετά από ώρες ταξιδιού λες και ήμασταν κουραμπιέδες με αναπνευστικό. Πως είναι έτσι ντυμένος; Αχ δε μπορώ τα νεύρα μου. Του είχα βγάλει ένα σωρό όμορφα ρούχα για την κηδεία πάνω στο κρεβάτι κι αυτός που έβαλε το μπλε κοστούμι απ΄ το γάμου μάς πίσω στο 1984 με τη λαδί γραβάτα… Υπέρ μου θα βγει το διαζύγιο με τόση κακογουστιά σε αυτή την οικογένεια… Και το μαλλί ε; Αχτένιστο φυσικά. Μια φράντζα εδώ, μια φράντζα εκεί. Θα νομίζουν πως τον βάραγα στη διαδρομή. Ούτε καν ξυρίστηκε Τον Παπα- Τσάκαλο παντρεύτηκα;


Γι’ αυτά ήμουν γεννημένη εγώ; Που πήγαν τα όνειρα μου; Οι μεγάλες προσδοκίες μου. Οι έρωτες μου. Οι στιγμές μου. Τα τσαλαπάτησα όλα για να πάρω έναν παπάρα για σύζυγο που το μόνο που κάνει όταν ολοκληρώνει στο σεξ είναι να φωνάζει «στα φέρνω μάνα μου, στα φέρνω»; Μπάλα όλη μέρα. Ξύσιμο τα αρχίδια. Φλέμα στο νιπτήρα. Τρίχες στη λεκάνη. Μύκητες στα πόδια. Τσίμπλες μες τα μάτια. Πέτρα πάν’ στα δόντια. Ευτυχώς το Τζόκερ δε μας έλαχε με το μικρό πουλί. 


Γιατί ήρθα εδώ; Από υποχρέωση; Για να μη με κουτσομπολέψουν; Λες και με νοιάζει. «Έχουμε υποχρέωση» μου είπε, κι εγώ έσκυψα το κεφάλι και ήρθα πίσω απ’ τον ήλιο μόνο και μόνο επειδή είχαμε υποχρέωση. Λες και με ένοιαξε ποτέ το τι θα έλεγαν για εμένα οι καρακαηδόνες σε αυτό το κωλοχώρι χωρίς πολιτισμό, σύνταγμα και δημοκρατία. Φαγούρα με έπιασε απ’ τη ζέστη και κολλάω ολόκληρη. Αν μου πουν πως η μόνη μπανιέρα που έχουν είναι ένα βαρέλι στην πίσω αυλή και ζεστό νερό φέρνουν με τα κανάτια από το «μάτι» της κουζίνας που λειτουργεί με φιάλη πετρογκάζ θα βάλω τις φωνές. 


Άντε τι ώρα είναι; Θα φύγουμε; Έχω κλείσει στις 6 για μπικίνι στου Μισέλ. 


                                         Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις