Χωρίς εσένα.



    Το ξέρω αγάπη μου. Γνωρίζω. Αν και δε μπορώ πλέον να σκεφτώ καθαρά, γνωρίζω. Η απώλεια σου γλυκέ μου σαν πύρινη λόγχη που ξεσκίζει την καρδιά. Ορμά σαν ορδή από λυσσασμένες λεγεώνες να μου διαλύσουν το κορμί κ' ύστερα σιωπή. Γνώση. Ποια γνώση σαν αυτή μπορεί να με λυτρώσει ενώ ξέρω πως εσύ δε θα γυρίσεις πια; Το κενό να μεγαλώνει και η απόσταση να ενώνει γαλαξίες. Ένα κενό μηδαμινής ύπαρξης κι ανάμεσα του εμείς. Εγώ. Εσύ. Και μέσα μας κενό. 

    Πίνω. Πίνω να ξεχνώ. Αλλά όσο θυμάμαι... Θυμάμαι πως ξεχνώ. Και καθώς ξεχνώ... θα πίνω, και όσο πίνω θα θυμάμαι, θα θυμάμαι να πίνω για να μην ξεχάσω τι να θυμηθώ. Οσμές και γεύσεις. Γεύσεις και αλκοόλ. Οι μόνοι φίλοι πια. Ρακί, τσικουδιά και στο βάθος μουσική. Δάκρυα. Ένα αυλάκι που τα δάκρυα μου χάραξαν στο γερασμένο πλέον μάγουλο απ' τη μέρα του χαμού. Δάκρυα γεμάτα αλκοόλ. Πότε θα πεθάνω πια; Πίνω ή με πίνει; Δε ξέρω τι νόημα έχει πια.


    Δε σου άρεσε που έπινα. Που κάπνιζα κι έβριζα. Αλλά που είσαι; Που είσαι να μου πεις "φτάνει"; Να μου κατεβάσεις το χέρι από το στόμα κι εγώ να εκνευριστώ. Να μου βάζεις όρια, εμπόδια και συρματοπλέγματα. Εμπόδια που πάντα προσπαθούσα να υπερπηδώ. Κάθομαι και πίνω και η μοναξιά το χέρι μου κρατά. Μοναξιά. Η μόνη φίλη που δε ζήτησα ποτές, αλλά και η μόνη φίλη που με αγάπησε εδώ. 


    Αλκοόλ. Ξυπνάω πρωί και κοιμάμαι νωρίς. Σπρώχνω τις μέρες για να γίνουν νύχτες. Πνίγομαι σε χαμηλό ποτήρι κρασιού σα μια άλλη Αντίκλεια στον αφρό της θάλασσας και πένθος πουθενά. Πνίγομαι στη θάλασσα. Στη θάλασσα που τόσο αγαπούσες και που ήταν αυτή που σε πήρε μακρυά μου. Η μοναξιά της ψυχής μου δε λέει να σωθεί κι εγώ να μαραζώνω πάνω από το τρανζίστορ καθώς ένα μπουζούκι σε ένα μακρινό καπηλειό μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. 


    Τα ματόκλαδα μου υγρά στο βωμό της ματωμένης μου νιότης. Μιας ήβης ξεχασμένης κι εγώ να πενθώ για τα νεκρά παιδιά μου. Τα παιδιά που έχασα γιατί δεν ήθελαν να μείνουν. Τα παιδιά της ψυχής μου. Μιας ψυχής νεκρής. Νεκρής και ματωμένης. Γιατί μου τα πήρες; Έφυγες εσύ. Έφυγαν κι αυτά κι εγώ εδώ. Το σπίτι γεμάτο υγρασία, πάγο και κομματιασμένες εικόνες καθώς γέρνω το κορμί μου πάνω από ένα ποτήρι με ρακί μπας και ζεσταθεί το έρεβος του μέσα μου κενού. Ένα σάλι της γιαγιάς στους ώμους μου ριγμένο και μια εικόνα στο καντήλι. Η δική σου εικόνα. Παναγιά μου. Πόσο νέος ήσουν. Νέος έμεινες και νέος θα μείνεις.


    Φεύγω. Παρακαλάω να φύγω κι όμως μένω εδώ. Φεύγω αργά. Αργά και σταθερά. Με διαλύω όσο μπορώ και με αφήνω. Αφήνω αυτή τη σάρκα που εγκλώβισε της νιότης μου τις μνήμες σε ένα δρόμο με χώματα σπαρμένο και φεύγω. Μακάρι να μπορούσα να τρέξω. Να πετάξω μακρυά. Αλλά σέρνομαι. Έρπω σα φίδι ανάμεσα στη χλόη, ανάμεσα σε ανθρώπους που απαξιώ έστω και να μιλήσω. Δε με αγαπώ. Χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που με αγάπησα και που πλέον με μισώ. Με απαξιώ. Δεν υπάρχω πια. Κανείς δε με ζητά. Ούτε καν εγώ. Τι όμορφο αίσθημα αυτό.


    Γέρασα. Το ξέρω κι ας μην το βλέπω. Μαύρα σεντόνια κάλυψαν τους καθρέφτες στο σπιτικό αυτό κι εγώ απλά περνώ χωρίς καν να τους κοιτώ. Σε φωνάζω και σου μιλώ. Απάντηση δεν παίρνω και μόνο εγώ μου απαντώ. Ένα σπίτι που έγινε σπηλιά. Αυτά τα όνειρα είχαμε άραγε; Αντιλαλούν παντού φωνές. Φωνές του παρελθόντος. Του δικού μου. Του δικού σου. Τι όνειρα είχαμε όταν το χτίζαμε; Δεν κάνω όνειρα πια. Δεν κοιμάμαι καν. Δεν ξέρω πως είναι. 


    Αποδεσμεύομαι. Φεύγω και πετώ. Θα με βρουν άραγε; Θα σε βρω ποτέ; Θα είσαι εκεί; Θα γυρίσεις; Θα γυρίσεις να με δεις; Θα κρατώ ένα μπουκάλι με ρακί και δυο ποτήρια. Σε παρακαλώ κάτσε μαζί μου. Μια ευκαιρία σου ζητώ. Να γίνω όπως ήμουν. Να με δεις και να σε δω. Να με δω και να θυμηθώ. Πως ήμουν πριν να πιω. Πριν να πιω και να με πιω. Πριν χαθώ στα κύματα και στο ποτό. Είσαι εκεί; Με ακούς; Το τελευταίο ποτήρι τσικουδιά. Όπως και κάθε τελευταίο ποτήρι τσικουδιά. 


    Μέχρι να με πιει.


    Με αγαπάς άραγε;


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις