Παπά-Νίκος.
Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει την απίστευτη ιστορία του παπά-Νίκου, ναι εκείνου του παπά που λειτουργούσε το μικρό εκκλησάκι του χωριού. Ενός ιερέα μάλαμα, που όπως έλεγαν και οι κάτοικοι ήταν χαμηλών τόνων, ήρεμος, γαλήνιος, πράος και συνάμα πολύ αγαπητός στα μικρά παιδιά.
Ήταν άνοιξη στις αρχές του ‘90, όταν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του παπά-Αλέξη ένας ιερέας από την πόλη ήρθε να τον αναπληρώσει. Και λέω πρώτη φορά γιατί εγώ τον παπά-Αλέξη ήξερα μια ζωή. Αυτόν ήξερα, αυτόν εμπιστευόμουν. Φαίνεται ήταν γνωστοί μεταξύ τους και όντας φίλοι μετά το θάνατο του, τον αναπλήρωσε.
Θυμάμαι πεντακάθαρα, την πρώτη του μέρα στο χωριό. Τον είχαν φέρει τα ΚΤΕΛ από την πόλη. Αυτός με δυο βαλίτσες στα χέρια, ντυμένος στα μαύρα, από πάνω μέχρι κάτω μέσα στα ράσα, μαύρα φθαρμένα παπούτσια, και μαύρα έντονα μαλλιά και γένια. Όλο το χωριό τον περίμενε έξω από το λεωφορείο, άλλοι κραδαίνοντας λουλούδια, άλλοι λίγο τυρί, λάδι, αυγά, ρούχα, ψωμί ή και κρασί. Θυμάμαι ο κυρ. Γιώργης είχε το καλύτερο κρασί του χωριού, μετά τον θάνατο το του το 1986, δεν ήπιαμε άλλο αντάξιο του. Αχ θεός σχωρέστον, πήγε να βρει το παιδί του.
Θα έμενε στο σπίτι του παπά-Αλέξη, καθώς απ’ ότι φαίνεται ο πάτερ του είχε στείλει το κλειδί με τα ταχυδρομεία, μιας και ο παπά-Νίκος δεν είχε ξαναέρθει στο χωριό μας πιο πριν.
Κι έτσι κι έγινε. Πήρε το καλωσόρισμα από τον πρόεδρο, και με τη συνοδεία μερικών συγχωριανών μου πήγανε στο σπίτι να το ετοιμάσουν.
Ήταν γύρω στις δέκα το πρωί όταν έφτασε στο χωριό ο παπάς και μέχρι να ετοιμάσουν το σπίτι είχε κιόλας βραδιάσει, κι έτσι για τον ευχαριστήσουν, του έκαναν το τραπέζι στην πλατεία του χωριού, όπου και με μεγάλη του ευχαρίστηση παρευρέθηκε.
Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, την κυρά Βασίλενα, του συγχωρεμένου του μυλωνά του χωριού. Που μετά το 1987 που πέθανε, ωραίο και μαλακό αλεύρι δεν είδαμε, όλο με εισαγόμενα τη βγάζαμε, αυτή πέτρα άμμος έγινε από τη στασιμότητα. Πήγε κι αυτός να βρει το παλικάρι του στα ουράνια. Σκούνταγε και έλεγε στην κυρά Νίτσα, πως ο παπάς ήταν μια καλή ευκαιρία να βγάλει τα μαύρα του πένθους από πάνω της, και να βάλει τα μαύρα της παπαδιάς και να σταθεί πλάι στο πλευρό του νέου ιερέα του χωριού.
-Μωρή πας καλά; Τέσσερα χρόνια έχει που έθαψες τον Βασίλη και πας στα πέντε, και σκέφτεσαι για νέο γαμπρό;
-Αρκετά χρόνια τα φόρεσα τα μαύρα. Εξάλλου όσο και αν τα φορέσω πίσω δε θα έρθει ούτε ο Βασίλης, ούτε ο γιός μου. Εξάλλου νέοι είμαστε ακόμα, σαράντα αυτός, σαράντα εγώ…
-Κάνετε ογδόντα. Α μωρή τι να σου πω. Κάνε ότι θες. Μην περιμένεις μετά το χωριό να μη σε κοιτάει με μισό μάτι.
Την επόμενη μετά το γλέντι Κυριακή πρωί, ο πάτερ άνοιξε την εκκλησία για την έκτοτε και καθημερινή λειτουργεία. Τότε ήταν που όλα άρχισαν.
Φυσικά δε θα μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί το τι μπορεί να γινόταν και τόσο νέα αγόρια χάνονταν από το χωριό το ένα μετά το άλλο, μόνο και μόνο για να βρεθούν μετά από μήνες τα άψυχα και βεβηλωμένα τους κορμιά μέσα στο δάσος, σε σημείο σήψης, μισοφαγωμένα και χωρίς μάτια. Κανείς δε μπορούσε να πιστέψει πως γινόταν και κάθε δύο μήνες χανόταν και ένα αγόρι. Αγόρια πάντα όμορφα, νεαρά, φρέσκα, με γαλάζια ή πράσινα μάτια, ανήλικα, αδύναμα, να χάνονταν από προσώπου γης, έτσι, στο άξαφνο.
Μόνο αν κατάφερνε κάποιο παιδί να ξεφύγει από τα δίχτυα του θα μπορούσε να εξιστορήσει το τι συνέβαινε και τόσα παιδιά χάνονταν και γιατί κανενός το μυαλό δεν πήγαινε ποτέ στον Παπά-Νίκο. Ώσπου ξέφυγα εγώ. Κι εδώ ξεκινάει το δικό μου μαρτύριο.
Είχαν ήδη χαθεί ο Ιωσήφ, ο Ζαφείρης, ο Ζαχαρίας, ο Ζαννής, ώσπου μετά από ένα χρόνο μαύρου πένθους ο πάτερ ζήτησε ένα νέο παπαδοπαίδι για το ναό. Έτσι μια ωραία πρωία η μάνα μου με ξύπνησε πριν καλά καλά ο κόκορας μας να λαλήσει και με έστειλε στην εκκλησία μαζί με ένα πρόσφορο και μια φρεσκοζυμωμένη σπανακόπιτα.
Όλα έβαιναν καλώς μέχρις ότου ο πάτερ ζητούσε περισσότερο από το χρόνο μου, μέρα με τη μέρα, να κάθομαι παραπάνω στην εκκλησία μετά τη λειτουργία, παραπάνω μετά το κατηχητικό, να με απομονώνει για να μου μιλήσει, να μου κάνει δώρα, πράγματα που σε ένα δωδεκάχρονο ήταν λόγος να χάσει ώρες από τη προσωπική του ζωή και τους φίλους του. Κανενός το μυαλό βέβαια και δεν πήγαινε εκεί που έχει πάει το δικό σας τώρα, και δε ξέρω πραγματικά που να αποδώσω ευθύνες, στο ότι ήμασταν χωριό, στο ότι δεν πονηρευόμασταν; Τι να πω; Τόσα παιδιά είχαν χαθεί και ένας να κατηγορήσει τον παπά δεν υπήρξε… Τέλος πάντων.
Αφού τα πράγματα είχαν ξεφύγει τελείως και εγώ πιεζόμουν όλο και περισσότερο και οι γονείς μου να μην καταλαβαίνουν τι κακό μου έκανε ο τραγόπαπας, ένα βράδυ καθώς γύρναγα στο σπίτι με βρήκε στο δρόμο και με κάλεσε στο σπίτι του με αφορμή του να μου δώσει "κάτι" για τη μητέρα μου, τρέχα γύρευε…
Όταν μπήκα στο σπίτι του, που παρεμπιπτόντως δεν πρέπει να είχε πατήσει πόδι συγχωριανού μου εκτός από την πρώτη μέρα, μια δυνατή μυρωδιά φρέσκου αίματος έφτασε στη μύτη μου, μυρωδιάς σαν κι εκείνης που μύριζε το χασάπικο του κυρ. Γεωργιλά με τα σφαχτά και λίγο πριν καταλάβω το οτιδήποτε, όλα μαύρισαν.
Όταν συνήλθα βρισκόμουν στο υπόγειο του σπιτιού το οποίο το είχε επεκτείνει και που μέσα υπήρχαν δύο κρεβάτια γεμάτα αίμα. Στο ταβάνι κρέμονταν μαχαίρια και τσιγκέλια, ζώνες, μπαλτάδες, πιο πέρα ένα βάζο γεμάτο με μάτια κι εγώ δεμένος σε ένα από αυτά τα αιματηρά κρεβάτια γυμνός και δεμένος να φωνάζω και να ουρλιάζω ελπίζοντας να έρθει κάποιος και να με σώσει από αυτή την κόλαση που πίστευα πως ήμουν μέχρις ότου ακούσω από το δίπλα μου κρεβάτι, ένα κρεβάτι χωμένο στη σκοτεινή γωνία του υπογείου, των επί πέντε μήνες χαμένο Αντώνη, να μου λέει «Σταμάτα! Σταμάτα να φωνάζεις, γιατί όσο φωνάζεις αυτός θα συνεχίζει, του αρέσει να φωνάζουμε».
Όταν σταμάτησα να φωνάζω ήταν η στιγμή που άκουσα τα βήματα του παπά να κατεβαίνουν τις σκάλες με ένα φακό στο χέρι φωτίζοντας το πρόσωπο μου έτσι ώστε να με στραβώνει και να μη βλέπω τι επρόκειτο να συμβεί. Αφού βρέθηκε λοιπόν σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο μου το δικό του, μια γροθιά στο στομάχι ήταν αρκετή έτσι ώστε να με κάνει να ουρλιάζω από τον πόνο και ο Αντώνης να προσπαθεί να με ηρεμήσει λέγοντας μου «σταμάτα και σταμάτα» κάτι που φυσικά ήταν και το τελευταίο πράγμα που είπε στη ζωή του, λίγο πριν του καρφώσει στην κυριολεξία αυτό το τέρας ένα μαχαίρι στο λαιμό και τον αφήσει να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα καθώς εμένα με είχε βάλει στα τέσσερα και μου άλλαζε τον αδόξαστο. Εγώ να σφαδάζω από τον πόνο αλλά να μη βγάζω άχνα, όσο κώλος μου αιμορραγούσε από τη μία, και από την άλλη να κρατάω σφιχτά την εικόνα του αιματοβαμμένου Αντώνη, ανήμπορος να τον βοηθήσω μέχρις άξαφνα πέσουμε και οι δύο στο κρεβάτι, αυτός πλέον νεκρός και εγώ διαλυμένος, ψυχικά και σωματικά. Αφού πια με είχε ξεφτιλίσει και ολοκληρώσει μέσα μου, σηκώθηκε και πήγε να ξεβρομιστεί, μέσα στην ηρεμία και τον πανικό του σκότους και πλέον ανήμπορος να αρθρώσω λέξη, φώναζα όσο μπορούσα το όνομα του Αντώνη ελπίζοντας να απαντήσει. Κάτι που δεν επρόκειτο να συνέβαινε ποτέ.
Όταν πέρασε η ώρα και εγώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ στις ίδιες μου τις μύξες και το βουβό μεν αλλά γοερό δε κλάμα, τον άκουσα να κατεβαίνει τα σκαλιά γρήγορα και βιαστικά. Μου άρπαξε τα πόδια έτσι όπως με είχε αφήσει μπρούμυτα, μου τα άνοιξε, κάνοντας με αισθανθώ πως μου ξεκολλάνε το δέρμα από το κρέας, αφού το αίμα είχε κολλήσει πάνω στην ανοιχτή πληγή κάνοντας τη να ανοίξει περισσότερο, και πάνω στην στιγμιαία ηρεμία μου να ουρλιάξω από τον πόνο του οινοπνεύματος που αγκάλιαζε με τόσο ζήλο την ξεσκισμένη τρύπα μου και έμπαινε με τόση ορμή μέσα μου δίνοντας μου τη μοναδική λύση της λιποθυμίας όπου και δέχτηκα με αυταπάρνηση.
Όταν συνήλθα ήμουν λυμένος, ένα αχνό φως διαπερνούσε από τις χαραμάδες του ταβανιού που βρισκόταν η τραπεζαρία και δίπλα στο κρεβάτι μου ένα πιάτο με φαγητό και καθαρά ρούχα. Κάνοντας μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να σηκωθώ, κοίταξα τριγύρω μου και όλα ήταν στην εντέλεια, ούτε αίμα πουθενά, ούτε μυρωδιά, αλλά ούτε και ο Αντώνης. Το μόνο που υπήρχε, ήταν τα εργαλεία τα οποία δεν έφτανα και το βάζο με τα μάτια. Ένα βάζο γεμάτο με δέκα γαλάζια μάτια, πέντε ζευγάρια γαλάζια μάτια, άξαφνα θυμήθηκα… Όλοι οι φίλοι μου που χάθηκαν είχαν γαλάζια μάτια, και ο Ζαχαρίας και ο Ζαφείρης και ο Ζαννής και ο Ιωσήφ και ο Αντώνης…
Ο πόνος στο στομάχι επανήλθε, πιο δυνατός αυτή τη φορά, όχι από τη γροθιά όμως, αλλά από την πραγματικότητα την οποία ζούσα, μια πραγματικότητα από την οποία δε μπορούσε ούτε ο μπαμπάς μου αλλά ούτε και η μαμά μου να με σώσουν, κάνοντας με να γυρίσω και να κάνω εμετό στο πάτωμα γνωρίζοντας την σκληρή αλήθεια. Στο χωριό είχαν απομείνει άλλα δύο παιδιά με γαλάζια μάτια και το ένα εξ αυτών ήμουν εγώ…
Έπρεπε να φύγω, να βρω τη δύναμη παρά το νεαρό της ηλικίας μου και τη διαφορά μεταξύ εμού και του παπά, και να φύγω.
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που τα κατάφερα, γιατί φυσικά θα έπρεπε να αφήσω κάτι πίσω μου, κάτι που δε θα μπορούσα ποτέ να ξαναβρώ και θα ήταν αυτό που θα με οδηγούσε στην ελευθερία μου.
Ήμουν ένα μήνα στο σκοτεινό υπόγειο, μη μπορώντας φυσικά να πω με σιγουριά γιατί δεν είχα και την αίσθηση του χρόνου. Αλλά τις μέτραγα κάθε φορά που κατέβαινε ο τραγόπαπας στο υπόγειο να χώσει το πουλί του στην ξεσκισμένη πλέον τρύπα μου. Ήταν σίγουρα μετά το μυστήριο γιατί μύριζε λακ και λιβάνι ολόκληρος. Η μόνη μυρωδιά που έχω να θυμάμαι από όλο το μαρτύριο που πέρναγα για κάθε ένα από αυτά τα είκοσι λεπτά που του έπαιρνε για να ολοκληρώσει μέσα μου, κι εγώ να τα υπομένω σιωπηλά, καθώς οι κραυγές μου στράγγιζαν από τα μάτια μου και βούλιαζαν στο μαξιλάρι που βρώμαγε, ξερατό, αίμα και μούχλα. Εγώ να μη βγάζω τσιμουδιά κι αυτός να με βαράει, να με βρίζει και να με γαμάει ακόμα πιο δυνατά...
Εγώ στη σιωπή. Στη σιωπή που μέχρι και σήμερα με αυταπάρνηση έχω βυθιστεί.
Την ημέρα που θα έφευγα, ήμουν έτοιμος. Εγώ στο κρεβάτι μέσα στα ματωμένα ρούχα μου, η πόρτα ανοίγει, μια δεσμίδα φωτός απ' τον φακό λούζει τα κρεβάτια στο βάθος, που σαν άλλοτε οι φίλοι μου είχαν βρει φρικτό και βασανιστικό θάνατο. Κι ύστερα σκοτάδι, ένας φακός να με χτυπά στο κεφάλι, και μετά λιβάνι. Μια έντονη μυρωδιά από λιβάνι σε απόσταση αναπνοής από το στόμα μου. Δάκρυα, πνιγμός και δύο χέρια, να μου κρατάνε το κεφάλι καθώς ο ιερέας έχωνε με φόρα το «άγιο πνεύμα» του μέχρι το λαρύγγι μου.
Δεν πήρε πολύ ώρα μέχρι να το τολμήσω και να το κάνω, κι έτσι το έκανα.
Αίμα παντού, στο πρόσωπο μου, στα χέρια μου, στα χέρια του, στο στόμα μου, στο εσώρουχο μου… Μια στιγμή ηρεμίας και ύστερα φωνές. Φωνές, φωνές πόνου, υστερικές κραυγές οδύνης, και ο παπά-Νίκος στο έδαφος κουλουριασμένος να κλαίει για κάτι που δεν είχε, για κάτι που του στέρησα και που με ακόρεστη απόλαυση είχα εγώ στο στόμα μου και που πλέον τεμάχιζα με τα δόντια μου και κατάπινα σε μικρές δόσεις.
Όταν η οδύνη τελείωσε και ο πάτερ είχε χάσει αρκετό αίμα, σύρθηκε μέχρι το ράφι που είχε το βάζο με τα γαλάζια μάτια, το πήρε αγκαλιά κι έτσι πέθανε.
Όταν κατάφερα να βρω μες το σκοτάδι τις σκάλες έτσι ώστε να βγω στην επιφάνεια, το φως του ήλιου με στράβωσε κάνοντας με να μη μπορώ να δω καθαρά γύρω μου, αλλά αυτό δε με εμπόδισε απ’ το να βάλω τις φωνές έτσι ώστε να με ακούσει όλο το χωριό. Όταν άκουσα να φωνάζουν το όνομα μου δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια μου, κάτι που εδώ και καιρό είχε να συμβεί καθώς εκατοντάδες σκιές με πλησίαζαν και με αγκάλιαζαν καθώς το φως χανόταν από σιγά σιγά από τα μάτια μου, βυθίζοντας με στο σκοτάδι μια για πάντα. Ένα σκοτάδι που ο ήλιος της ελευθερίας μου μου χάρισε σαν αντάλλαγμα. Ναι μεν κράτησα τα μάτια μου αλλά ο ήλιος σαν άλλος παπά-Νίκος μου στέρησε το φως, ένα φως που κάθε πρωί με χάιδευε στο πρόσωπο και που ποτέ δε θα μπορούσα να δω.
Όταν εξιστόρησα στο χωριό το τι συνέβη έτρεξαν όλοι στο σπίτι του, μηδενός εξαιρουμένου κι έσυραν τον παπά μέχρι το κατώφλι. Αφού τον έγδυσαν από τα ράσα, τον έλουσαν με βενζίνη και τον έκαψαν μαζί με το σπίτι που τον φιλοξενούσε.
Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνη τη μέρα, που μαζί με την αθωότητα του χωριού μου, έχασα κι εγώ τη δική μου. Ενός χωριού που δεν ακούστηκε ποτέ ξανά το γέλιο και δεν προσευχήθηκε ποτέ.
Κι όλα αυτά για τη χάρη του παπά-Νίκου. Ενός ανθρώπου, που λάτρευε νεαρά αγόρια, με γαλάζια μάτια.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου