Πόνος

 

    Μόνο ένας άνθρωπος μετά τον Τζόκερ φυσικά, σε αυτό τον κόσμο γέλαγε διαρκώς, και το όνομα του ήταν Γιάννης Δανέζης.

    Είχα γνωρίσει τον Γιάννη σε ένα γκρουπ… να δεις πως το έλεγαν… ομαδική δημιουργία; Όχι… Δημιουργική ομαδικότητα λεγόταν… όχι… τέλος πάντων δε θυμάμαι, είχε να κάνει πάντως με τέχνη και πως μπορούσανε κοτζάμ σαραντάχρονοι μαντράχαλοι, που αντί να πάνε να χώσουν το πουλί τους όσο ακόμα με φυσικούς πάντα τρόπους τους σηκωνόταν, σε κανένα μουνί, να διοχετεύσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε κάτι δημιουργικό. Α ναι. "Ομάδα Τέχνης Δημιουργίας και Έκφρασης λεγόταν", Ο.ΤΕ.Δ.Ε. αλλιώς… 

    Είχε μόλις βγει από ένα μακρόχρονο πένθος, αφού είχε χάσει πριν τέσσερα χρόνια την δεκαπεντάχρονη κόρη του από τροχαίο, τι στιγμή που γύριζε από μία νυχτερινή έξοδο με κάτι φίλους της. Επέστρεφαν σπίτι έλεγε, πέντε το πρωί, και τη στιγμή που πεοθήλαζε τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο σύντροφο της, αυτός να συγκρούεται με ένα άλλο διερχόμενο Ι.Χ., την ώρα της ολοκλήρωσης. Εν τέλει αυτός βρέθηκε δέκα μέτρα πιο πέρα από το αμάξι όντας εκτοξευμένος απ’ το παρμπρίζ, και αυτή με σπασμένο σβέρκο και ένα κομμένο πουλί γεμάτο σπέρμα μέσα στο στόμα της. 

    Δύσκολο να διαβαστεί όλο αυτό ε; Φανταστείτε όλους εμάς που μας το περιέγραφε λες και ήταν κάτι το καθημερινό. Πρέπει να μας το είχε εξιστορήσει ίσα με είκοσι φορές και κάθε φορά διηγούταν την ιστορία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, λέγοντας ακριβώς τα ίδια λόγια, και κλείνοντας πάντα με την ίδια ακριβώς φράση «Ελπίζω να έφυγε ευχαριστημένη…». 

    Την τελευταία φορά που μας είπε την ίδια ακριβώς ιστορία μεταξύ, ελεύθερου σχεδίου και κεραμικής τέχνης, ο Μενέλαος θυμάμαι δεν είχε αντέξει και του πέταξε το «με τον πούτσο του γκόμενου της, τη βρήκαν στο στόμα, λες να μην το ευχαριστήθηκε; Για τον άλλο δεν ξέρω, που πήγε στον άλλο κόσμο με ένα άκρο λιγότερο. Αν υπάρχει μετενσάρκωση, στην άλλη ζωή θα γεννηθεί στην Κίνα, απευθείας Καστράτος…» Είχαμε μείνει όλοι όπως είστε και εσείς τώρα… Κέρινα ομοιώματα, τα οποία τα έφερε στη ζωή το βγαλμένο λες και από έναν άλλο κόσμο γέλιο, αυτό του Γιάννη, τον πατέρα της. Ένα γέλιο που λες και περίμενε χρόνια να έρθει, λες και προκαλούσε κάθε φορά με την ιστορία της νεκρής του κόρης, κάποιον, έτσι ώστε να τον κάνει να γελάσει. Και έτσι με αυτή την παρέμβαση του Μενέλαου ο Γιάννης δεν έπαψε να γελά και δεν ξαναείπε σε κανέναν μας αυτή την ιστορία.

    Έτσι εγώ κι ο Γιάννης γίναμε φίλοι και είμασταν φίλοι για δύο χρόνια, καλοί φίλοι, στενοί θα μπορούσε κανείς να πει, αλλά επειδή στην Ο.ΤΕ.Δ.Ε. δεν πήγαινε κάποιος αν δεν είχε ψυχολογικά ή κατάθλιψη, έτσι και εμένα είχε αρχίσει όλη αυτή η καλή και ευδιάθετη και η τόσο γεμάτη γέλια και χαχανητά προσωπικότητα του Γιάννη να με διαλύει, να αρχίζει μέρα με τη μέρα να με κάνει να αναρωτιέμαι αν το τόσο ευδιάθετο προσωπείο του ήταν αληθινό ή επιτηδευμένο. Κι αυτό το γέλιο που δεν έσβηνε από πάνω του ούτε με μπλάνκο, έκανε την καθημερινότητα μου να μοιάζει πιο πολύ με Συρία εν έτει 2018 παρά με τον κήπο της Εδέμ.

    Ότι και αν γινόταν γύρω του γέλαγε, βασικά δε γέλαγε, αλλά έκανε κάτι τρις χειρότερο, χαμογέλαγε. Είχε ξυπνήσει μέσα του ένα «άτομο» που με κοίταγε στα μάτια σα να μου έλεγε «ο Γιάννης είναι δικός μου, και πλέον κανείς δε θα μου τον πάρει.» Τον προσέβαλε κάποιος για το βάρος του; Γέλαγε… Τον πείραζαν για την πιτυρίδα του; Γέλαγε… Του θύμιζαν πως η γυναίκα του τον παράτησε και βρήκε άλλον; Γέλαγε… Για την κόρη του; Γέλαγε… Απαθής πλέον σε οτιδήποτε μπορούσε να τον πληγώσει, υψώνοντας έναν τοίχο γύρω του γεμάτο από χαρά και αισιοδοξία που μάζευε διαρκώς φίλους, ξεχνώντας εμένα και σαν άλλο πεντάχρονο τα είχα βάλει με τον εαυτό μου.

    Όχι ο Γιάννης υποκρινόταν, και γέλαγε και κράταγε καλή στάση, γιατί απλά δε μπορούσε να δεχτεί πως κάποιος θα του κράταγε μούτρα, ή θα έφευγε απ’ τη ζωή του, γιατί απλά μέσα του ζούσε η μεγάλη απώλεια. Έτσι βάλθηκα να επαναφέρω τον αληθινό Γιάννη στη ζωή κάνοντας του την τωρινή ζωή μια πραγματική κόλαση. 

    Δύο μήνες συνεχούς προσπάθειας έπεφταν στο κενό, η μία μετά την άλλη, και ο Γιάννης εκεί, να χαμογελάει, να με αγκαλιάζει, να κάνει φίλους, και εγώ να κουρνιάζω βουτηγμένος στο έρεβος του μίσους που έτρεφα γι’ αυτή την κίβδηλη συμπεριφορά του. Όσες προσπάθειες και αν έκανα κάθε φορά το χαμόγελο του Γιάννη να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και να μεγαλώνει σε σημείο να είναι έτοιμο να ανοίξει να με καταπιεί ουρλιάζοντας και ξεσκίζοντας τα σωθικά μου για ένα άτομο που πλέον δεν ήταν καλά και έπασχε από οξεία σχιζοφρένεια. Είχα γίνει και ψυχίατρος τώρα… 

    Δε μπορεί λέω, μόνο οι σχιζοφρενείς χαμογελάνε με τα πάντα χωρίς να δίνουν δεκάρα τσακιστή, και έτσι όταν αποφάσισα να του σβήσω το χαμόγελο από το πρόσωπο του μια και καλή το έκανα με μαεστρία, μη δίνοντας και εγώ δεκάρα τσακιστή.

    Έτσι λοιπόν την επόμενη φορά ήμουν προετοιμασμένος για το ανεπανόρθωτο, μια πράξη που θα αφάνιζε τον Γιάννη από προσώπου γης και θα τον έκανε ένα με το κενό, μη δίνοντας σε εμένα έπειτα την ευκαιρία να αλλάξω τα πεπραγμένα…

    Ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ όταν εγώ, ο Γιάννης και πέντε – έξι φίλοι τα πίναμε σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι στη γειτονιά του Μάνου, ενός από τους φίλους του Γιάννη, όταν όπως και κάθε φορά εγώ πείραξα τον Γιάννη και αυτός μην κάνοντας κάτι άλλο γύρισε και μου χαμογέλασε με έναν τρόπο τόσο γλαφυρό, τόσο αέρινο, τύπου «θα μου κλάσεις τα αρχίδια παπάρα», κάνοντας με να θολώσω, να αρχίζουν τα αυτιά μου να βουίζουν, και σα να με βάρεσε κεραυνός να σηκωθώ όρθιος να πετάξω την καρέκλα πίσω μου και σαν να μην υπάρχει αύριο να αρχίζω να ουρλιάζω μέσα στο αυτί του Γιάννη και μπροστά σε όλο τον κόσμο «Ο γιος μου ήταν στο αμάξι, η κόρη σου ήταν αυτή που τον τσιμπούκωνε, αυτή προκάλεσε το ατύχημα, αν δεν ήταν αυτή τώρα ο γιος μου θα ήταν ζω… ζω…» 

    Δεν είχα καταλάβει πως είχα πέσει στο έδαφος και πως τα δάκρυα σχεδόν με τύφλωναν από το κλάμα και την οργή που είχα μέσα μου, μέχρι ότου ο Γιάννης σηκωνόταν και ερχόταν να με σηκώσει απ’ το έδαφος και με μάτια καθαρά, στεντόρεια φωνή και με όπως άλλοτε χαμογελαστό ύφος να μου λέει «το ξέρω, πάντα το ήξερα. Μόνο που τώρα, μετά από τόσα χρόνια το ξέρεις κι εσύ.»

    Ξάφνου και απ’ το πουθενά ένα γέλιο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου, ένα χαμόγελο που δε σβήστηκε ποτέ, και ένα βάρος που χάθηκε από τα στήθη μου, όπως και η παρουσία του Γιάννη. 
    
    Που εξαφανίστηκε και έκτοτε δε βρέθηκε ποτέ.


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις