Μοναξιά



    Η μέρα που πέθανα ήταν για εμένα μια στιγμή που περίμενα χρόνια τώρα. Μια στιγμή που θα με απάλλασσε από τη μιζέρια των γηρατειών μου και θα με οδηγούσε στην κοιλάδα της ανάπαυσης και της γαλήνης. Μόνο που ο θάνατός μου δεν ήταν ήσυχος. Στον ύπνο μου. Αθόρυβα. Όπως θέλουμε όλοι μας. Ήταν κάτι πιο σκληρό, απότομο, αναπόφευκτο, βασανιστικό.
 
    Η γυναίκα μου με είχε αφήσει εδώ και έξι χρόνια, όταν ένα απόγευμα μετά του Αγίου Πνεύματος, άφηνε την τελευταία της πνοή στο ιατρείο του χωριού από πνευμονία! Ναι είχα χάσει τη γυναίκα μου από πνευμονία, τη στιγμή που έξω είχε τριάντα έξι βαθμούς.
    
    Μόνος σε ένα σπίτι μες το δάσος, σε ένα χωριό που αριθμούσε οκτώ σπίτια και δεκατέσσερους ανθρώπους.
 
    Τα παιδιά μου είχαν φύγει παντρεμένα βέβαια εδώ και χρόνια. Η μικρή μου κόρη με ένα πολύ καλό παιδί απ' την Καστοριά, που είχαν την τύχη να γνωριστούν εκεί, στο ίδιο μέρος που δούλευαν και που μου έχουν χαρίσει δύο υπέροχα εγγόνια, τον Αλέξανδρο και τον Χρήστο. Ο μεγάλος μου γιός στην Ξάνθη παντρεμένος κι αυτός με μία πολύ καλή κοπέλα η οποία καταγόταν απ' το Λονδίνο όπως μου είχαν πει, αλλά που ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν δικά τους παιδιά.
 
    Είχα να τους δω πάνω από τρία χρόνια πριν τον θάνατο της Ελένης και πλέον μέτραγα έξι μέχρι τον δικό μου.
 
    Ποτέ δεν κατάφεραν να έρθουν στο χωριό και να με δουν. Είχαν δουλείες, υποχρεώσεις, τα παιδιά σχολείο κι εγώ δεν είχα διαδίκτυο όπως ο μικρός μου είχε πει κάποτε, έτσι να τους έβλεπα από το κομπιούτερ. Είχαν δίκιο… Όχι δεν τους κατηγορώ, ήταν και η απόσταση μεγάλη εξάλλου, όπως και οι ώρες ταξιδιού που ήταν ατελείωτες για να καταλήξουν σε ένα έρημο χωριό με μόνο δεκατέσσερους κατοίκους και μέσο όρο ηλικίας τα 60.
 
    Εξάλλου όποτε ήθελα να τους δω, μπορούσα. Μου έστελναν και οι δύο οικογένειες φωτογραφίες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα κι αν ήθελα να τους μιλήσω του καλούσα στο τηλέφωνο, που δυστυχώς δεν απαντούσαν πάντα ή έπαιρναν πίσω όταν θα έβλεπαν την κλήση μου, αλλά όταν το σήκωναν μιλάγαμε αρκετή ώρα. Όσο αρκετά θα μπορούσαν να ήταν αυτά τα δέκα λεπτά μία φορά σχεδόν το μήνα…
    
    Είχα μάθει και να μαγειρεύω, έκανα αυγά με τομάτα στο τηγάνι, τηγάνιζα πατάτες, έβραζα μακαρόνια και τα έτρωγα με τυρί τριμμένο, έψηνα κρέας στο φούρνο… και καθόμουν να τα φάω μόνος μου σε ένα άδειο τραπέζι που κάποτε γέμιζε με γέλια, φωνές κι εικόνες από τέσσερα άτομα.
 
    Η κόρη μου, στην κηδεία της μητέρας της, μου είχε φέρει και μια τηλεόραση που ποτέ δεν άνοιξα. Δεν είχα μάθει εγώ σε τηλεοράσεις. Εμένα μου άρεσε πάντα να κάθομαι στο μικρό μπαλκονάκι για ν' ακούω το απαλό θρόισμα των φύλλων προερχόμενο απ' τα δέντρα του δάσους ή τις μακρινές φωνές από τα παρακάτω σπίτια μες τη νύχτα.
 
    Μια βδομάδα πριν πεθάνω είχα καλέσει στο τηλέφωνο τα δύο μου παιδιά, έτσι ώστε αν μπορέσουν να έρθουν στο χωριό να τους δω όλους και να περάσουμε όλοι μαζί το Δεκαπενταύγουστο. Έπεφτε θυμάμαι Δευτέρα οπότε μπορούσαν για τρεις μέρες να έρθουν, εξάλλου έξι χρόνια μια φορά δε τους πίεσα.

Κανένας δε μπόρεσε…
 
    Καθόμουν πάνω από τηλέφωνο και μετά από έξι χρόνια, τα γερασμένα μου μάτια δάκρυσαν. «Καλά να είναι τα παιδιά μου και να έχουν υγεία και εγώ θα τα αγαπάω όπως και να έχει» είχα σκεφτεί. Ειλικρινά κακή σκέψη από το μυαλό μου δεν πέρασε ούτε για ένα λεπτό. 

Η μοναξιά με είχε πληγώσει.
 
    Ο Δεκαπενταύγουστος ήρθε και η ώρα εφτά το πρωί με βρίσκει να σηκώνομαι μες τις αναθυμιάσεις απ' τους καπνούς που είχαν περιβάλει και πνίξει το σπίτι μου. Δε μπορούσα να τρέξω, επιτάχυνα όσο μπορούσα το βήμα μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Όλη η πλαγιά είχε πιάσει φωτιά και κατέβαινε γοργά ως το χωριό μας. Συγγενείς που είχαν δει απ' τις ειδήσεις την πυρκαγιά, είχαν έρθει κοντά στους δικούς τους ανθρώπους για συμπαράσταση και βοήθεια, ενώ εγώ είχα μείνει σαν άλλη στήλη άλατος καθώς έβλεπα τη φωτιά να καταβροχθίζει το σπίτι, που είχα χτίσει με τα ίδια μου τα χέρια. Ένα σπίτι που στέγασε κι έθρεψε τη γυναίκα μου και τα δυο μου τα παιδιά και που πλέον χανόταν.

    Για εμένα δεν είχε ήρθε κανείς. Όλα μου τα είχε πάρει ο χρόνος, νιάτα, γυναίκα, παιδιά, αντοχές, χαρά κι ελπίδα.

    Και να! Μετά από τόσα χρόνια, έρχεται μια φωτιά ν' αγκαλιάσει το σπίτι μου με τόση λαχτάρα κι αγάπη, που το κάνει δικό της. Ένα τόσο καταστροφικό στοιχείο της φύσης μου είχε δείξει με τον τρόπο του συμπόνια, ζεστασιά και πάνω απ' όλα, αγάπη!

    Η μέρα που πέθανα, ήταν η μέρα που η φωτιά πήρε κι εμένα μαζί της, η στιγμή που ένοιωσα την απόλυτη ελευθερία μέσα στις φλόγες και μετά σιωπή. Μια στιγμή πόνου και μετά ησυχία.

    Τα παιδιά μου δεν ήρθαν ποτέ.


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις