Έρρικα.
Ονομάζομαι Έρρικα, και αυτές είναι οι τελευταίες μου στιγμές. Πεθαίνω και ειλικρινά λυπάμαι που το λέω, αλλά έπρεπε να είχα πάρει αυτή την απόφαση πολύ νωρίτερα, πολύ πριν φτάσω σε αυτό το σημείο… Έτσι θα έπρεπε να αρχίσω το γράμμα μου προς εσένα, αλλά δεν έχει σημασία. Παρακάτω θα καταλάβεις το λόγο.
Σου ζητάω εκ των προτέρων, ειλικρινά συγνώμη για τον πόνο που θα σου προκαλέσω, για την αναστάτωση που θα φέρω στη ζωή σου και για το κενό που θα μείνει στη καρδιά σου, στη καρδιά στην οποία μου είχες αφιερώσει εδώ και χρόνια.
Δε ξέρω τι να πω και πως να το πω, γιατί απλά δεν ξέρεις τίποτα από τη ζωή που έχω περάσει. Λυπάμαι Ελένη γι’ αυτά που θα διαβάσεις, αλλά να ξέρεις πως ειλικρινά και με όλη μου την καρδιά, σε αγαπάω και θα σε αγαπάω ακόμα και όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα και εγώ θα έχω φύγει.
Είμαι ήδη νεκρή και ελπίζω αυτό το γράμμα να έχει φτάσει στα χέρια σου με κάποιο μαγικό τρόπο.
Ελένη καταρχάς δε λένε Έρρικα Σκορφιανού, αλλά Μαρία Κατσαρού. Δεν είμαι από την Αθήνα όπως σου είχα πει αλλά από ένα χωριό της Κρήτης, αυτό όπως και πολλά άλλα ψέματα που σου έλεγα καθ’ όλη τη διάρκεια της φιλίας μας. Συγχώρεσε Ελένη τη δειλία μου και προσπάθησε να καταλάβεις πως απλά δε μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Όταν ήρθα από την Κρήτη ήμουν μόνη, δεν είχα μάνα, πατέρα, κάποιον να με φροντίσει, να νοιαστεί για εμένα. Βλέπεις έχασα και τους δύο σε αυτοκινητιστικό και ξαφνικά έμεινα μόνη. Έχασα σπίτι, λεφτά, αξιοπρέπεια, ακόμα και το γέλιο από τα χείλη μου… Ξέρεις πόσοι άνθρωποι είχαν έρθει στη κηδεία τους; Δέκα… Δέκα…
Έφυγα από Κρήτη με μόνο τριάντα χιλιάδες δραχμές στο χέρι, μια σακούλα με λίγα ρούχα, την φωτογραφία του μπαμπά και μία της μαμάς.
Το βράδυ εκείνης της Πέμπτης, έμεινα στο δρόμο. Κοίτα θέλω να καταλάβεις γιατί έκανα όσα έκανα Ελένη, ελπίζω να καταλάβεις, το εύχομαι…
Τριγυρνούσα στους δρόμους του Πειραιά επί ώρες μέχρι που με βρήκε ένας κύριος γύρω στα εξήντα που ποτέ δεν έμαθα το όνομα του, ένας κοντός, τρομερά αδύνατος κύριος, με σκαμμένο πρόσωπο, χοντρή μύτη και υγρά μεγάλα γαλάζια μάτια. Δε κατάλαβα τι μου έλεγε στην αρχή λόγο της τραχειοτομής που είχε κάνει, αλλά δεν άργησε να μου εξηγήσει με τον δικό του τρόπο πως ήθελε να κάνει μαζί μου έρωτα. Όταν πήγα μαζί του σε ένα από εκείνα τα δωμάτια που πληρώνεις για να πας με έναν άντρα με πέταξε στο κρεβάτι, με έγδυσε και για να σου δώσω να καταλάβεις μόνο έρωτα δε μου έκανε. Από εκείνο το βράδυ το μόνο που έχω να θυμάμαι είναι η εικόνα εκείνου του άντρα να πηγαινοέρχεται και εγώ να αντικρίζω την τρύπα του λαιμού του γεμάτη με βλέννα και αίμα, μια ανάσα μόνιμα κολλημένη στο πρόσωπο μου αναμεμιγμένη με τσιγάρο, και υπολείμματα τροφών που είχαν γίνει πλέον κομμάτι της στοματικής του κοιλότητας λόγο απλυσιάς.
Αφού τελείωσε και σηκώθηκε να φύγει, μου πέταξε δύο χιλιάρικα και με παράτησε έτσι όπως με βρήκε, στους δρόμους του Πειραιά.
Απ’ ό,τι καταλαβαίνεις δεν δούλεψα ποτέ στην εταιρία που σου είχα πει, αλλά εγώ η ίδια ήμουν μια εταιρία, και όταν μπήκες στη ζωή μου, ήμουν ήδη μια καλοπληρωμένη εταιρία. Κενή από ηθικές αρχές, σκληραγωγημένη, αποφασισμένη και γενναία. Υπήρξα τρομερά γενναία γυναίκα Ελένη.
Ήμουν γενναία όταν έμεινα μόνη, ήμουν γενναία όταν με βίασαν, ήμουν γενναία όταν με χτύπησαν, ήμουν γενναία όταν πέταξαν στους δρόμους, ήμουν γενναία όταν έμεινα στους δρόμους, ήμουν γενναία όταν διαγνώστηκα ως οροθετική, ήμουν γενναία όταν μου έδιναν με το ζόρι ηρωίνη, ήμουν γενναία όταν σκότωσα το παιδί μου, ήμουν γενναία ακόμα και όταν αυτοκτόνησα…
Δε το έχασα το παιδί μου Ελένη. Γιατί απλά, δεν ήταν παιδί μου, ένα λάθος ήταν που πάνω στη σούρα μου έκανα και που όταν το κατάλαβα ήταν πλέον πολύ αργά. Παιδί πελάτη εγώ μέσα μου δεν ήθελα... Έκατσα στο μπάνιο και με μια μεταλλική κρεμάστρα διαμέλισα το μωρό μου μέχρι και τα σωθικά μου. Δεν φάνηκε παράλογο όταν μια πόρνη σαν εμένα είπε πως ο νταβατζής της το έκανε αυτό. Από θαύμα σώθηκα. Έξι μήνες δεν με έπαιρναν από μουνί οι πελάτες και ο κώλος μου ήταν η μόνη επιλογή. Ένας ήθελε να με πάρει από εμπρός αλλά όταν είπα ότι έχω κονδυλώματα ευτυχώς χέστηκε πάνω του και λάκισε. Ούτε κώλο δεν πήρε…
Δεν ήμουν υπόδειγμα γυναίκας αλλά προσπάθησα με νύχια και με δόντια να κρατήσω ότι μου είχε απομείνει στη ζωή μου. Σε ντρεπόμουν Ελένη, ειλικρινά σε ντρεπόμουν. Αλλά να ξέρεις πως…
(Η Ελένη τσαλάκωσε το γράμμα, και το πέταξε στο τζάκι που έκαιγε παραδίπλα... Ποτέ δε μίλησε ξανά για την Έρρικα… Και έτσι ξεχάστηκε…) (Ποτέ δε έμαθε το τέλος…)
Η Έρρικα βρέθηκε νεκρή στο κρεββάτι της, ύστερα από πέντε μέρες αφού είχε πεθάνει από κατάποση υδροχλωρικού οξέος!
Παραδίπλα της, το γράμμα και η φωτογραφία του μπαμπά και της μαμάς της.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου