Ο καιρός.

 


Όλα σου τα στέρησε η ζωή κόρη μου. 

Ο χρόνος φέρθηκε αμείλικτα πάνω στο τρυφερό σου το κορμί κι εγώ ανήμπορος να σε βοηθήσω πια. Δεν καταλάβαινα βλέπεις… Ποτέ σου δε μιλούσες. Ήθελες να μας βλέπεις όλους χαμογελαστούς. Ακόμα κι όταν όλα γύρω σου χάνονταν, εσύ συνέχιζες να χαμογελάς όσο κι αν τα δάκρυά σου κυλούσαν απ’ τα μάτια, για να καταλήξουν στα χείλη έτσι ώστε να σε πνίξουν στην αλμύρα. Μια αλμύρα φερμένη απ’ τις θάλασσες που σε πήγαινα μικρή και που τις είχες κάνει δεύτερό σου σπίτι.

Όλα σου τα στέρησε η ζωή κόρη μου. 

Ο κόσμος δε σου φέρθηκε όμορφα, ακόμα κι όταν τον είχες ανάγκη. Στα δύσκολα σου γύρισαν την πλάτη. Άφηνες τον πόνο να σε αγκαλιάσει στοργικά έτσι ώστε να σου γεμίσει το μέσα σου με αδιάληπτο κενό, ρίχνοντας το βάρος του πόνου στη ραχοκοκαλιά σου. Περνούν τα χρόνια κόρη μου κι εσύ γέρνεις σαν τον ήλιο που ψάχνει ήλιο από ανατολή σε δύση, γερμένος πια στο έδαφος, περιμένοντας να ανατείλει ξανά. Μια ελπίδα που σου έδεσε τα χρόνια σου στο έδαφος και χάθηκαν πια στο βαρύ το χώμα. Βάρυνε η πλάτη σου και τα χρόνια δε σε σέρνουν πια.

        Όλα σου τα στέρησε η ζωή κόρη μου. 

Πέντε χρόνια έχει που έχασες τη μητέρα σου και τέσσερα την αδερφή σου κι εσύ εκεί να χαμογελάς σε όλους. Όλα στα πήρε ο χρόνος. Τη μάνα. Την αδερφή και τώρα εμένα. Δεν το ξέρεις, αλλά φεύγω κόρη μου. Κοπέλα μου. Τι κακό έκανα και με παίρνει μακρυά σου το πλήρωμα του χρόνου; Γιατί πρέπει να είμαι η αφορμή του να σε κάνω να κλαις; Μια ζωή να σε κάνω να γελάς. Σε γιορτές. Γενέθλια. Εκδρομές. Μαζί. Κι εσύ να γελάς ενώ μέσα σου πονάς. Εξήντα χρόνια πόνου να τα θρέφεις σαν παιδιά που δεν έκανες ποτέ. Παιδιά, που η μάνα φύση δεν ήθελε μάνα σαν εκείνη να γενείς κι εσύ εκεί να συνεχίζεις, γιατί αγάπαγες τα πάντα ακόμα κι χωρίς αυτά. Μισός άνθρωπος από επιλογές του δικού σου του Θεού κι εσύ γεμάτη μόνο επειδή σε έκανα να χαμογελάς.

Όλα σου τα στέρησε η ζωή κόρη μου. 

Ακόμα κι εμένα. Όπως τη μάνα. Όπως την αδερφή. Έτσι κι εγώ με τη σειρά μου αποσύρομαι. Θα το αντέξεις άραγε; Θα συνεχίσεις να χαμογελάς; Να ανοίγεις το σπίτι και να μαγειρεύεις για εμάς; Να πίνεις στην υγεία μας και να μιλάς για εμάς στους άλλους; Για την αγάπη που σου δώσαμε κόρη μου. Μια αγάπη που αντιστοιχούσε στην αγάπη όλου του κόσμου που με τόση απλοχεριά σου στέρησε. Να τρως όπως σου αρέσει να τρως. Να μεγαλώνεις και ήλιο να ψάχνεις. Γιατί στον ήλιο θα βρίσκεις εμένα και τους δικούς σου. Στις θάλασσες. Στα χαμόγελα. Στη διασκέδαση. Στο φαγητό. Στους φίλους και στις ιστορίες που θα λες.

Όλα σου τα στέρησε η ζωή κόρη μου. 

Ακόμα κι εμένα. Λυπάμαι που δε θα σου πω αντίο γιατί δεν προλαβαίνω. Λιώνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου και δυνάμεις άλλες για να κρατηθώ δεν έχω. Μην κατηγορείς και μη κακιώνεις Μαριώ μου. Ο μπαμπάς σου, σου έδωσε όσα μπορούσε και αυτά μέσα απ’ την καρδιά του. Κράτησε τα για εσένα και μην τα δείξεις πουθενά. Κάνε τους άλλους να σε ζηλεύουν γιατί ποτέ δε θα είναι σαν εσένα.

Τυχερή.

Βασίλης Χαντζής


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις