Δύο χρόνια.
Ακόμα σε παίρνω
τηλέφωνο, το ξέρεις; Ακόμα σου τηλεφωνώ τα βράδια κι ας μην το σηκώνεις. Κι ας
μην απαντάς στις κλήσεις μου. Δεν πληγώνομαι πλέον. Ξέρω πως δε θα απαντήσεις
ποτέ αλλά εγώ σε καλώ. Βλέπεις το μικρό κοριτσάκι μέσα μου που το λένε
«Άρνηση», αρνείται να το δεχτεί πεισματικά και πάντα μου σηκώσει το χέρι για να
σε καλέσει. Τρεις χτύποι και μετά σιωπή. Δύο χρόνια πέρασαν κι εγώ εδώ. Με ένα
ακουστικό για σκουλαρίκι και τις μέρες να περνούν έξω από το παράθυρο μου λες
και είν’ Περσείδες. Μια βροχή από πεφταστέρια να πέφτουν μόνο για μένα κι εγώ
ν’ απαξιώ μόνο για να σε καλώ.
Πόσα έχασα απ’
τη ζωή μου μόνο και μόνο για να έχω την πολυτέλεια να τα ανταλλάζω με
αναπάντητες κλήσεις; Σε καλώ κι εύχομαι να το σηκώσεις. Για μια φορά να το
σηκώσεις κι ας μη μιλήσεις. Απλά να ακούω την αναπνοή σου. Να δω πως αναπνέεις.
Να το ακούσω. Να σιγουρευτώ. Δύο χρόνια έχω να σε ακούσω. Δύο χρόνια να σε
αγκαλιάσω. Δύο χρόνια να σε φιλήσω. Δύο χρόνια έχω να τσακωθώ μαζί σου. Να σου
ζητήσω λεφτά και να με ρωτήσεις «τι τα θες;». Δύο χρόνια που δε με
συμβουλεύεις. Που δε με σκεπάζεις. Δε με ταΐζεις. Δε με φροντίζεις.
Έφυγες. Που
πήγες άραγε; Με τι καρδιά μας άφησες;
Γελάω. Κλαίω.
Μιλάω με άλλους γύρω μου. Περνάω καλά αλλά εσύ μου λείπεις όσο τίποτα. Τέτοιο
πόνο θεέ μου… Τέτοιο πόνο…
Τα καμπανάκια απ’
το βραχιόλι σου όταν περπατούσες πλέον ν’ ακούσω δε μπορώ. Δεν περπατάς δίπλα
μου για να σε κρατώ. Τα κλειδιά στην κλειδωνιά δε γυρίζουν απ’ το χέρι σου κάθε
που έκανες το κατώφλι να διαβείς, τον ήχο που έκαναν όταν χτυπούσαν αναμεταξύ τους
δεν μπορώ να ακούσω, δεν έχουν το ίδιο ήχο όταν τα χτυπώ εγώ. Η μυρωδιά σου. Αχ
η μυρωδιά σου. Μεστή και ζεστή, γεμάτη και γλυκιά. Μια μυρωδιά απαράλαχτη,
ξεχωριστή ανάμεσα σε τόσες. Η δική σου.
Δυο Χριστούγεννα
περάσαν και δέντρο πουθενά. Δεν είσαι εδώ να το στολίσεις. Κατέβασα στολίδια,
λαμπιόνια, γιρλάντες, έφερα τις πάντες κι εσύ πουθενά. Έπαιξαν για ‘σένα μέσα
στη νυχτιά, μόνο για σένα κι ύστερα σιωπή. Δε δάκρυσες, δε χειροκρότησες, δε με
κοίταξες για όλα αυτά, δε με αγκάλιασες. Δεν ήσουν πουθενά.
Πάσχα ήρθε και
στολίδια πλάι στ΄ άβαφα τα αυγά. Εσένα περιμένουν. Ακόμα κι αυτά εσένα
περιμένουν. Αυγά, κουλούρια, τσουρέκια, οι μυρωδιές από τις ασχολίες μέσα απ’
την καρδιά σου που με τόση αγάπη έκανες.
Που είν’ η αγάπη; Το τηλέφωνο γιατί δεν το σηκώνεις να σου πω χρόνια πολλά;
Όλοι μου λεν να σταματήσω. Δεν είσαι εδώ. Δε θα μου μαγειρέψεις πια. Δε θα με
μαλώσεις. Δε θα πιέζεις. Δε θα ταΐζεις. Κι εγώ να προσπαθώ.
Καλοκαίρι πια
και το εξοχικό στη Βραυρώνα να φωνάζει ερημιά. Πόσα καλοκαίρια εκεί. Φωνές,
γέλια, ποτά, ξενύχτια κι εμείς μαζί. Έφυγες και πήρες μαζί σου το φως του
δωματίου, μας έπνιξε το σκοτάδι, χαθήκαμε στην καταχνιά, σκόνη, βρώμα, και εγκατάλειψη.
Τι να τα κάνουμε χωρίς εσένα;
Ούτε στα
γενέθλια μου με πήρες να μου ευχηθείς. Δύο χρόνια τώρα να κλαίω σα μικρό παιδί
πάνω από ένα μαραφέτι επειδή εσύ δε μου είπες χρόνια πολλά. Τι σημασία έχει ε;
Μα αυτή είναι η σημασία. Η όλη ουσία της ευχής. Η προέλευση της αγάπης. Του πόθου.
Της αγνής αγάπης. Να δω τον αριθμό σου να αναβοσβήνει στην οθόνη μου και ύστερα
ευχές. Χαμόγελα. Δάκρυα. Σπαραγμοί. Αγάπες κι ένα γιατί; Γιατί έφυγες; Δεν είχα
προετοιμαστεί για το αντίο που δεν είπες ποτέ. Ένα αντίο που ήταν σα να είπες
αλλά που ποτέ δεν είπες. Όχι! Μια μέρα θα σε ξαναδώ το ξέρω. Και θα τρέξεις,
και θ' ακουστούν τα καμπανάκια, και θα ανάψουν τα λαμπάκια, και θα μυρίσουν τα κουλούρια,
και θα με πνίξουν τα φιλιά, και θα με γεμίσει η αγάπη και θα κλάψω σαν παιδί
γιατί θα είσαι εσύ εκεί.
Ας σήκωνες το
τηλέφωνο. Δυο χρόνια πέρασαν. Κι εγώ ακόμα σ’ αγαπώ.
Βασίλης Χαντζής
Αχ...
ΑπάντησηΔιαγραφή