Λεγρενά.


    Γνωρίζαμε και οι δύο πως αυτή η μέρα θα ήταν η τελευταία μας… Το γνωρίζαμε πολύ καλά. Γνωρίζαμε και ας κοιτάγαμε από την άλλη. Το τέλος ήταν κοντά, και μας κράταγε πλέον απ’ το χέρι.

    Ο Αύγουστος τελείωνε και μαζί με αυτόν θα ερχόταν και το δικό μας τέλος. Οτιδήποτε είχαμε ποτέ μας χτίσει θα έμενε εκεί, στη μέση του πουθενά. Ένα μισοτελειωμένο κάστρο από βρεγμένη άμμο που περίμενε χωρίς άλλη επιλογή το κύμα να το γκρεμίσει, να το πάρει μαζί του και να το κάνει ένα με την υπόλοιπη κοινή άμμο της παραλίας. Μια άμμο που τόσοι είχαν περπατήσει και που τόσοι ακόμα θα πατήσουν. Αναμνήσεις πεταμένες στο συρτάρι της λήθης και που ποτέ κανείς δε θα επισκεφτεί.

    Τέλη Αυγούστου και εγώ στη θέση του συνοδηγού να παίζω με τον καυτό αέρα καθώς το χέρι μου έξω από το παράθυρο έκανε βουτιές στη φορά που ερχόταν καταπάνω μας καθώς αυτός πατούσε το γκάζι στο μαύρο Opel έτσι ώστε να φτάναμε στην παραλία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο αέρας αποπνικτικός να στροβιλίζεται με χώμα και σκόνη και έπειτα να κολλά πάνω στο ιδρωμένο σώμα μας αφού το air condition είχε χαλάσει εδώ και καιρό και που ποτέ δεν είχε πάει να το φτιάξει. Είχα γύρει το κεφάλι μου πάνω στο ζεστό τζάμι και χάζευα το χέρι μου έξω από το παράθυρο ενώ παράλληλα τον χάιδευα στο πόδι όπως πάντα έκανα όταν ήμουν στο αμάξι μαζί του, στο ραδιόφωνο χαμηλόφωνα έπαιζε ρεμπέτικη μουσική σε εναλλαγές με έντεχνη ενώ από την άλλη αυτός μου χάιδευε τα μαλλιά μου με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

    Λεγρενά. Επιτέλους φτάσαμε στα Λεγρενά. Η παραλία μας. Η παραλία που μας περίμενε κάθε μέρα σιωπηλή έτσι ώστε να φτιάξουμε τις αναμνήσεις μας. Παραμελημένα κάστρα που κάθε φορά περιμέναν να τα αναστυλώσουμε.

    Ο λίβας εκείνης της ημέρας μου έκοβε την αναπνοή καθώς ο αέρας τον έφερνε πάνω στο ζεστό πρόσωπο μου ανακατεμένο με τη άμμο της παραλίας κάνοντας εμένα να γκρινιάξω για χιλιοστή φορά. Θα γελάσει. Για τελευταία φορά θα γελάσει, θα σφίξει τη γροθιά του και θα γελάσει. Το χαμόγελο της άλλοτε αγάπη τους θα σχηματιστεί στο πρόσωπο του κι εγώ θα το πιστέψω. Ξέρω πως είναι ψεύτικο αλλά θα το πιστέψω.

    Πιάνω τον εαυτό μου να τον κοιτάζει πάνω από τον ουρανό του αυτοκινήτου καθώς αυτός βγάζει γεμάτος νεύρα τα πράγματα από το αμάξι και ξέρω πως κάτι έχει. Δεν του φταίει ούτε η ζέστη, ούτε η ψάθα, ούτε η καυτή μέρα. Η καρδιά μου το ξέρει. Ο πόνος της δε λέει να ξοδέψει κι εγώ πενθώ καθώς προσπαθώ να με κάνω να κοιτάξω αλλού αφού το απόθεμα της πίστης μου σώνεται και ξέρω πολύ καλά πως το βράδυ θα τον αποχαιρετήσω για πάντα.

    Είχε ένα σωρό δουλειές στο γραφείο εκείνο το διάστημα κι όμως πήρε άδεια για να περάσει αυτή τη μέρα άνευ λόγου μαζί μου όσο το δυνατόν περισσότερο και γεμάτη με όμορφες και τρυφερές στιγμές. Ευτυχώς που κάνει ζέστη και τα δάκρυα μου πίσω από τα γυαλιά ηλίου στεγνώνουν γρήγορα για να μην τα δει. Δε θέλω να καταλάβει, δε θέλω να με λυπηθεί, δε θέλω να καταλάβει πως κατάλαβα. Πολεμάμε μαζί σε διαφορετικά στρατόπεδα με κοινό εχθρό. Τον εαυτό μας.

    Μου έπιασε το χέρι μου και κατεβήκαμε στην παραλία. Δεν είχε κόσμο εκείνη τη μέρα λες και ήταν θείο δώρο επί της αποφάσεως που είχε πάρει από καιρό. Έτρεξε πάνω στην καυτή άμμο, πέταξε τα πράγματα, γδύθηκε και έπεσε στα νερά. Αποφάσισα να τον κοιτώ. Άπλωσα την ψάθα, ξάπλωσα κι έμεινα να τον κοιτώ να χάνεται στα νερά τ’ Αυγούστου. Στα νερά του τελευταίου μήνα, της τελευταίας μέρας που θα είμαστε πια μαζί στην τελευταία ανάμνηση μας.

    Έβγαλα την Polaroid και τράβηξα όσες πιο πολλές φωτογραφίες μπορούσα με αυτόν να διασχίζει τα νερά των Λεγρενών. Κράτησα μία για εμένα και τις υπόλοιπες τις έριξα στην τσάντα του. Η οθόνη του κινητού του που ήταν ξεχασμένο μέσα στην τσάντα άναψε σα Νέμεσις για κάτι που ποτέ δεν καταδικάστηκα. «Μου λείπεις.»

    Σκούπισα τα δάκρυα μου αφού έβγαινε από τη θάλασσα έτσι ώστε να μη με δει κλαμένο, καθώς το μήνυμα μου επιβεβαίωνε το επικείμενο τέλος μας. Με φίλησε, ξάπλωσε στην ψάθα, με ρώτησε αν θα βουτήξω αλλά εγώ απορροφημένος στον ορίζοντα ξέχασα να του απαντήσω. Άνοιξε την τσάντα να βγάλει την πετσέτα και είδε τις φωτογραφίες. Δάκρυσε κι εγώ κατάλαβα. Με κοίταξε με τα γεμάτα δάκρυα μάτια του κι εγώ κατάλαβα. Του έγνεψα και γύρισα το κεφάλι μου πάλι στον ορίζοντα. Πέταξε τις φωτογραφίες στην τσάντα και έβγαλε το κινητό. Απάντησε... Φαντάζομαι ένα «κι εγώ». Δε ξέρω. Ποτέ δεν έμαθα και ποτέ δε θα μάθω. Άνοιξε το βιβλίο του και ξάπλωσε να το διαβάσει λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος πάνω στην καυτή άμμο.

    Ήταν μισή ώρα μετά αφού είχε αποκοιμηθεί όταν η ζέστη με βρίσκει να κολυμπάω στη θάλασσα τη στιγμή που είχα πάει να πνίξω τα ουρλιαχτά μου μέσα στο νερό για να μη με ακούσει κανείς. Πόση αλμύρα να μοίρασαν τα δάκρυα μου άραγε εκείνη το συγκεκριμένο πρωί μέσα στο νερό, ποσότητα ικανή να κάνει την άνωση τόσο πυκνή έτσι ώστε να με σηκώσει στο φεγγάρι. Ένα μέρος μέσα στο αχανές διάστημα που ο ήχος δεν υπάρχει, μια ευκαιρία φωνής που θα έμενε για πάντα στο κενό.

    Άφησα το σώμα μου να επιπλεύσει πάνω στο ακίνητο νερό, και το μυαλό μου ανοιχτό να σκορπά στιγμές στον αέρα καθώς ο ήλιος χάιδευε απαλά το στεγνό πρόσωπο μου που με κλειστά πλέον μάτια ονειρευόταν μια κενή καθημερινότητα που ξεδιπλωνόταν πλέον μπρος στα πόδια μου κι εγώ ανήμπορος όδευα προς αυτήν. «Σήμερα δε θα έκανα παράπονα.» Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να αφήσω την παραλία νωρίτερα ως συνήθως.

    «Δε με αγαπάει πια μαμά… Γιατί έπαψε; Που έφταιξα; Γιατί δεν του είμαι αρκετός;»

    Μέσα στην ηρεμία τον άκουσα να μου φωνάζει και να με ψάχνει καθώς δε μπορούσε να με βρει αφού εγώ ήμουν βαθιά μέσα στη θάλασσα. Του έγνεψα και βούτηξε για να έρθει κοντά μου, έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και με είδε. Στάλες έπεφταν πάνω στην επιφάνεια του νερού καθώς στράγγιζαν από τα μαλλιά, έπεφταν και ματόκλαδα του και ύστερα βροχή πάνω στο νερό, εντολές βαρύτητας και απαλλαγής ύδατος για να τα ξαναβρεί στην επόμενη βουτιά. Τα μάτια του με κοίταζαν γεμάτα θλίψη και στεναγμό ενώ τα χέρια του είχαν περαστεί γύρω από τη μέση του και με πλησίαζαν κοντά του. Δύο σώματα που έγερναν το ένα πάνω στο άλλο και δύο αλμυρά χείλη να προσφέρουν αμοιβαία δροσιά στη μέση του πουθενά. Μια μικρή παρένθεση στην όλη δυστυχία που ερχόταν με ταχύτητα φωτός και που θα μας συντρόφευε στο υπόλοιπο της ζωής μας σαν ανάμνηση. «Ένα τελευταίο φιλί στα Λεγρενά…». Μου χάιδεψε τα βρεγμένα μου μαλλιά και ύστερα αγκαλιασμένοι βουτήξαμε μέσα στο νερό. Σώματα που χόρευαν ανέμελα και αγέρωχα ενάντια στο τικ τακ του χρόνου σαν σφυρί σε πρόγκα, μη μπορώντας να ξεχάσω πως από αύριο και κάθε μέρα θα τον ξεχνώ.

    Ματιές, αγγίγματα και ομιλίες για το πως ήταν η μέρα μας και τι κάναμε, σχέδια για το βράδυ και για το αύριο έδειχναν απόλυτα φυσιολογικά πάνω του αφού πάντα ήξερε να κρύβει τα πάντα μόνο και μόνο για να μη με πληγώσει. Πότε δεν έμαθε πως με το να προστατεύουμε τον άλλον από τον πόνο, τον πληγώνουμε περισσότερο, τον κάνουμε ευάλωτο και έρμαιο. Θα μου το έφερνε σιγά σιγά όπως έκανε πάντα στην ώρα του, τότε που θα ήταν έτοιμος, τότε που δε θα ήμουν εγώ όμως.

    Βγήκαμε έξω και είχε ήδη μεσημεριάσει, ο ήλιος από πάνω μας πια μας υποδείκνυε πως το ρολόι μέτραγε αντίστροφα πια εναντίον μου και πως τελικά η ζωή κυλούσε πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμουν. Αφού τινάξαμε την ψάθα από την άμμο, καθίσαμε. Εγώ ακούμπησα την πλάτη μου στην ομπρέλα κι αυτός το κεφάλι του στα πόδια μου, είχε πάρει το χέρι μου και έπαιζε με τα δάχτυλα του στις γραμμές της παλάμης μου, ενώ κάθε πότε τη φύλαγε κι εγώ με το άλλο να του χαϊδεύω τα μαλλιά καθώς και οι δυο μας μοιράζαμε σιωπές στον αέρα τη στιγμή που εγώ δάκρυζα για το τέλος που ερχόταν κι αυτός να δακρύζει για μια αρχή που τον περίμενε. Προσπαθούσε να κρύψει το ξέσπασμα του αλλά ανήμπορος πια οι λυγμοί τον έκαναν να τρέμει ολόκληρος ενώ τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στα πόδια μου και που στέγνωναν στο λεπτό. Συνέχισα να του χαϊδεύω τα μαλλιά χωρίς να τον διακόψω, δεν υπήρχε νόημα, ήξερα γιατί έκλεγε κι αυτός ήξερε πως ήξερα. Πιο πολύ τον πλήγωσε που είχα καταλάβει, παρά το ότι θα έφευγε στο τέλος για να καταλήξει αλλού. Πήρε τα πόδια μου και τα αγκάλιασε τόσο σφιχτά σα να μην ήθελε να τα αποχωριστεί κι έτσι αποκοιμηθήκαμε και οι δύο στην άμμο.

    Είχε πάει έξι το απόγευμα πια και η παραλία είχε μαζέψει κόσμο ο οποίος μας ξύπνησε κι έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε, να γυρίσουμε την πλάτη μας σε κάτι που μοιραστήκαμε μαζί ολοκληρωτικά για πρώτη φορά στην όλη σχέση μας. Συναισθήματα και σιωπές, ματιές και αγγίγματα που υποδήλωναν τα τρυφερότερα των συναισθημάτων από δύο ανθρώπους που κάποτε ήταν μαζί και που πλέον όδευαν στη δύση. 

    Μαζέψαμε τα πράγματά μας μέσα με λίγα λεπτά, περπατήσαμε την καυτή άμμο και φτάσαμε στο αμάξι αμίλητοι. Άνοιξε την πόρτα να βάλει τα πράγματα μέσα κι εγώ τον θωρούσα για τελευταία φορά όπως είχα κάνει το πρωί εκείνης της ημέρας πάνω από τον ουρανό του αυτοκινήτου να τακτοποιεί τα πράγματα. Με κοίταξε και ύστερα με το μοναδικό εκείνο χαμόγελο του μου ψιθύρισε «σε αγαπάω» και με γύρισε σπίτι μου.

    Μια διαδρομή που κράτησε αιώνες, μια διαδρομή που ξεκίνησε καλοκαίρι και με βρήκε χειμώνα στην καρδιά, είχα μπει νέος στο αμάξι και πλέον με άφηνε στο πεζοδρόμιο μεσήλικα. Δε με είχε ξαναφιλήσει έτσι άνθρωπος όπως εκείνη την τελευταία μέρα λίγο πριν βγω για πάντα από το αμάξι του, ένα στερνό φιλί που πλέον το κρατάω σα σφραγίδα στο καλοκαίρι των Λεγρενών.

    Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Δεν κοίταξα πίσω. Λένε πως αν κοιτάξεις δε θα γυρίσει ποτέ.

    Ακόμα κρατάω.

    Τουλάχιστον αυτό.

    Ένα φιλί και μια βαλίτσα με αμέτρητες αναμνήσεις.


Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις