Γιώργος.
Έχω πόση ώρα τα κλειδιά στο χέρι μου, ο ήχος τους παίζει στην παλάμη μου εδώ και πέντε λεπτά καθώς ξέρω πως αν ανοίξω την πόρτα γυρισμός δε θα υπάρξει.
Σήμερα έχει γενέθλια και ετοιμάζει το πάρτι του, με περιμένει το ξέρω, πάντα με περιμένει, πίσω από την πόρτα υπάρχει μια αγάπη ενός ανθρώπου που δε βρίσκει αλλά και δε θα βρει ποτέ ανταπόκριση. «Συγνώμη αγάπη μου».
Έχει βάλει μουσική να σιγοπαίζει και έχει ανοίξει το φούρνο να ζεστάνει για να ψήσει τις πίτσες με τη ζύμη που είχε φτιάξει από χτες, ακούω τον φούρνο να ανοίγει, θα τις βάλει για ψήσιμο. «Αυτό το άρωμα του»… Με πλημμυρίζει καθώς βγαίνει ως την εξώπορτα που περιμένω σα βρεγμένη γάτα.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Όλη μέρα το σκεφτόμουν, απ’ το πρωί αυτό σκέφτομαι, θα το κάνω και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Μόλις πέρασε πίσω από την πόρτα, βαρύ και συρόμενο το πάτημα του, τρέχει όλη μέρα από το πρωί να ετοιμάσει τα πάντα για τους φίλους του, δε φοράει παπούτσια γιατί άκουσα τις σαγιονάρες του να χτυπάνε στο μωσαϊκό.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Του χρόνου τέτοια μέρα κανείς δε θα το θυμάται, «όλα καλά θα πάνε».
Ετοιμάζει το τραπέζι, ακούω τα ποτήρια να ακουμπάνε πάνω στο γυάλινο τραπέζι της βεράντας και να τακτοποιεί τις καρέκλες, μαχαίρι δεξιά, πιρούνι αριστερά και πάλι μέσα για τα υπόλοιπα, ανοίγει τον φούρνο να δει πως πάει το ψήσιμο, παίρνει από την κάβα του χολ ένα από τα μπουκάλια με κρασί που φυλάει και το πηγαίνει κι αυτό στη βεράντα.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Δε μπορώ άλλο. Αν το κάνω σημαίνει πως αγαπάω. «Έτσι δεν είναι;»
«Με παίρνει τηλέφωνο» ευτυχώς που το έχω στο αθόρυβο… «έκλεισε».
Πάει να ντυθεί, ένα τέταρτο μέχρι να αρχίσουν να έρχονται οι φίλοι του, ακούω την ντουλάπα να ανοίγει, «αυτός ο ήχος του τριξίματος καθώς ανοίγει…» τραβάει ρούχα και ψάχνει συνδυασμούς, κοπανάνε οι κρεμάστρες μεταξύ τους αφού έχει αγχωθεί. Πάντα τελευταία στιγμή αυτός ο άνθρωπος, αλλά τρέχει για όλα και για όλους γι’ αυτό και είναι υπέροχος.
Έβαλε παπούτσια, τα καλά του, το τακούνι χτυπά με ένταση στο πάτωμα, ελέγχει στον καθρέφτη αν είναι καλός, «καλός είσαι αγάπη μου, τέλειος είσαι». Πήγε τουαλέτα, να φτιάξει μαλλί, αν δεν κάτσει καλά είναι ικανός να μην κάνει τα γενέθλια του, «για μια εικόνα ζούμε ε;»…
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; «Αυτό θέλω…» έβαλα τα κλειδιά στην πόρτα και γιορτάσαμε τα γενέθλια του για τελευταία φορά.
«Να σε χαίρομαι αγάπη μου και ό,τι επιθυμείς να το αποκτήσεις, τα κλειδιά δε θα τα χρησιμοποιήσω άλλο, δεν τα χρειάζομαι, να σε προσέχεις, σε αγαπώ.»
Ένα γράμμα και τα κλειδιά πάνω στο κομοδίνο της εξώπορτας, έκλεισα την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν, έκανα να ανοίξω αλλά ήταν πλέον αργά. Η ελευθερία μου με περίμενε.
Καιρός να ζήσω.
Σήμερα έχει γενέθλια και ετοιμάζει το πάρτι του, με περιμένει το ξέρω, πάντα με περιμένει, πίσω από την πόρτα υπάρχει μια αγάπη ενός ανθρώπου που δε βρίσκει αλλά και δε θα βρει ποτέ ανταπόκριση. «Συγνώμη αγάπη μου».
Έχει βάλει μουσική να σιγοπαίζει και έχει ανοίξει το φούρνο να ζεστάνει για να ψήσει τις πίτσες με τη ζύμη που είχε φτιάξει από χτες, ακούω τον φούρνο να ανοίγει, θα τις βάλει για ψήσιμο. «Αυτό το άρωμα του»… Με πλημμυρίζει καθώς βγαίνει ως την εξώπορτα που περιμένω σα βρεγμένη γάτα.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Όλη μέρα το σκεφτόμουν, απ’ το πρωί αυτό σκέφτομαι, θα το κάνω και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Μόλις πέρασε πίσω από την πόρτα, βαρύ και συρόμενο το πάτημα του, τρέχει όλη μέρα από το πρωί να ετοιμάσει τα πάντα για τους φίλους του, δε φοράει παπούτσια γιατί άκουσα τις σαγιονάρες του να χτυπάνε στο μωσαϊκό.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Του χρόνου τέτοια μέρα κανείς δε θα το θυμάται, «όλα καλά θα πάνε».
Ετοιμάζει το τραπέζι, ακούω τα ποτήρια να ακουμπάνε πάνω στο γυάλινο τραπέζι της βεράντας και να τακτοποιεί τις καρέκλες, μαχαίρι δεξιά, πιρούνι αριστερά και πάλι μέσα για τα υπόλοιπα, ανοίγει τον φούρνο να δει πως πάει το ψήσιμο, παίρνει από την κάβα του χολ ένα από τα μπουκάλια με κρασί που φυλάει και το πηγαίνει κι αυτό στη βεράντα.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Δε μπορώ άλλο. Αν το κάνω σημαίνει πως αγαπάω. «Έτσι δεν είναι;»
«Με παίρνει τηλέφωνο» ευτυχώς που το έχω στο αθόρυβο… «έκλεισε».
Πάει να ντυθεί, ένα τέταρτο μέχρι να αρχίσουν να έρχονται οι φίλοι του, ακούω την ντουλάπα να ανοίγει, «αυτός ο ήχος του τριξίματος καθώς ανοίγει…» τραβάει ρούχα και ψάχνει συνδυασμούς, κοπανάνε οι κρεμάστρες μεταξύ τους αφού έχει αγχωθεί. Πάντα τελευταία στιγμή αυτός ο άνθρωπος, αλλά τρέχει για όλα και για όλους γι’ αυτό και είναι υπέροχος.
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; Πνίγομαι… Σωστά; Σωστά.
Έβαλε παπούτσια, τα καλά του, το τακούνι χτυπά με ένταση στο πάτωμα, ελέγχει στον καθρέφτη αν είναι καλός, «καλός είσαι αγάπη μου, τέλειος είσαι». Πήγε τουαλέτα, να φτιάξει μαλλί, αν δεν κάτσει καλά είναι ικανός να μην κάνει τα γενέθλια του, «για μια εικόνα ζούμε ε;»…
«Γιατί κλαίω;» Αυτό δε θέλω; «Αυτό θέλω…» έβαλα τα κλειδιά στην πόρτα και γιορτάσαμε τα γενέθλια του για τελευταία φορά.
«Να σε χαίρομαι αγάπη μου και ό,τι επιθυμείς να το αποκτήσεις, τα κλειδιά δε θα τα χρησιμοποιήσω άλλο, δεν τα χρειάζομαι, να σε προσέχεις, σε αγαπώ.»
Ένα γράμμα και τα κλειδιά πάνω στο κομοδίνο της εξώπορτας, έκλεισα την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν, έκανα να ανοίξω αλλά ήταν πλέον αργά. Η ελευθερία μου με περίμενε.
Καιρός να ζήσω.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου