Εισιτήρια για Ρόδο.
Είχα κλείσει και εισιτήρια για Ρόδο. Ακόμα το θυμάμαι, πως να ξεχάσω δηλαδή αφού όσα περάσαμε τα έχω στους τοίχους κρεμασμένα να κάθομαι να τα κοιτώ. Σαν σήμερα πριν από τρία χρόνια θα πηγαίναμε στη Ρόδο. Ταξίδι έκπληξη για την δεύτερη επέτειο μας. Είμαι σαράντα δύο και σκέφτομαι ακόμα τη σχέση μας τρία χρόνια μετά. Πόσο ανόητος…
Σε είδα στον δρόμο χτες με τον… Δεν ξέρω… Καινούργια σου σχέση να πω; Σε κρατούσε από το χέρι και έδειχνες τόσο ευτυχισμένη, τόσο χαρούμενη και ξέγνοιαστη. Εγώ που είχα φταίξει και τα έχασα όλα αυτά; Μαζί μου μόνο που δεν έκλαιγες ενώ διαρκώς σκεφτόσουν πότε θα σηκωθείς να φύγεις… Ένιωσα σαν εκείνη τη μέρα που γύρισα σπίτι και είδα το γράμμα πάνω στο τραπέζι… «Αγάπη μου δε μπορώ άλλο, ελπίζω μια μέρα να με συγχωρήσεις…», μια διαπεραστική σουβλιά στην καρδιά και ύστερα ιδρώτας. Με είδες. Με είδες που σε είδα. Κατέβασες το κεφάλι σου και έσφιξες το χέρι του ακόμα πιο σφιχτά, τόσο σφιχτά που έλεγες ότι θα σπάσουν οι αρτηρίες του. Επιτάχυνες. Επιτάχυνες το βήμα σου για να χαθείς λες και ντρεπόσουν. Μόνο που ο μόνος που ντράπηκε ήμουν εγώ. Ήσουν τόσο όμορφη…
Σε είχα πάρει τόσα τηλέφωνα που κανένα δεν απάντησες. Σου τηλεφωνούσα επί ένα μήνα και δεν έκανες τον κόπο να απαντήσεις ούτε μια φορά, ούτε καν να μου το κλείσεις, βάραγε και κάθε φορά ήλπιζα να σε ακούσω, να σε ρωτήσω «γιατί;» «που έφταιξα;», να έπαιρνα μια απάντηση και μετά να σιωπούσα. Αργότερα έμαθα από τη Λίζα, ότι είχες γνωρίσει ένα παιδί ένα με δύο μήνες πριν με αφήσεις και πως ήθελες να ζήσεις μαζί του. Δε ξέρω αν ήταν αυτός που σε είδα χτες μαζί του βέβαια, αλλά φαντάζομαι ώρες ώρες να του σπάω τα μούτρα και να φτύνει τα δόντια του ένα προς ένα από το γεμάτο ουλές στόμα του, ένα στόμα που τώρα φιλάει εσένα, σε σημεία που φίλαγα κάποτε εγώ. Που έφταιξα ρε Ιουλία κι από το πουθενά η θέση μου βρήκε αντικαταστάτη;
Τρία χρόνια και δε μου κάνει αίσθηση να βρω άλλη, τρία χρόνια και κάθε μέρα μου λείπεις πιο πολύ, τρία χρόνια να σε βλέπω στον ύπνο μου, τρία χρόνια που ξυπνάω και νομίζω πως είσαι δίπλα μου, τρία χρόνια και να ελπίζω πως θα γυρίσεις, τρία χρόνια να κάθομαι να κοιτώ στον τοίχο που είχαμε βάψει μαζί τις φωτογραφίες από τις διακοπές μας. Τόσο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Παραδίπλα κορνίζα γεμάτη με εισιτήρια από events που είχαμε πάει και στο κέντρο η Ρόδος. Ένα ταξίδι ανεκπλήρωτο, ένα ταξίδι που ποτέ δεν κάναμε και που ποτέ δε θα πάμε.
Αυτό είναι ένα ακόμα γράμμα που δε θα σου στείλω, ένα γράμμα που με έσωσε από τον βέβαιο χαμό μου, ένα ακόμα γράμμα που ποτέ δε θα λάβεις, ένα γράμμα που θα μπει κι αυτό στο συρτάρι του γραφείου μου. Ένας πάκος με αναμνήσεις που μου κρατάει συντροφιά κλειδωμένος στη πιο σκοτεινή γωνιά του συρταριού και που κάθε χρόνο μεγαλώνει κι από λίγο, μέχρι να μην αντέξει άλλο και να σκάσει έτσι ώστε όλες οι αναμνήσεις να με πνίξουν και να χαθώ μαζί τους στο βυθό της λησμονιάς, μια λησμονιά που θα έπρεπε να με είχε πάρει μαζί της εδώ και πολλά χρόνια για να πάψω να πονώ.
Άλλη μια μέρα μακρυά σου. Να σε περιμένω δίπλα στην πόρτα για να μπεις. Να περιμένω να σε δω και να σε πάρω αγκαλιά. Μια αγκαλιά που μένει άδεια εδώ και χρόνια. Μια αγκαλιά που περιμένει εσένα, που σε περιμένει χρόνια, χρόνια πλάι στην πόρτα. Απλά να μπεις και να με δεις, χωρίς να μιλήσεις και τίποτα να πεις.
Πιάσε το χέρι μου και ας χαθούμε. Η Ρόδος που πάντα ήθελες μας περιμένει.
Αντίο αγάπη μου.
Θα σου γράψω πάλι σύντομα.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου