Ντιπρέσιο.
Και έφτασε στα μισά του σαράντα
Χωρίς καν να το καταλάβει, τα μάτια του
έκλεισε και ξάφνου είκοσι.
Νέος!
Όμορφος!
Σίγουρος!
Χαρούμενος!
Γεμάτος ενέργεια!
Όχι!
Ποτέ δεν ήταν έτσι και
ποτέ δε θα είναι έτσι!
Ποτέ δε θα δει έτσι τον εαυτό του.
«Είμαι άσχημος» θα πει…
Θα το πει δυνατά.
Tόσο δυνατά που θα τρομάξει.
Θα φύγει τρέχοντας στο δωμάτιο
του να κρυφτεί!
Θα βάλει τα κλάματα,
Ξάφνου νιώθει εξήντα… όχι
νιώθει ογδόντα, γερασμένος!
Αδύναμος!
Αδύνατος!
Πετσί και κόκαλο!
Πεθαίνει!
Μέσα του πεθαίνει.
Κλαίει.
Κλαίει και παίρνει αντικαταθλιπτικά!
Περνάει ο καιρός, φτάνει τα
εικοσιπέντε και αυτός να
καταπίνει χάπια μαζί με ποτά
και ατελείωτο σεξ.
Αλλάζει ερωτικούς συντρόφους
τόσο γρήγορα που η μνήμη πέφτει
σε λήθη, δε θυμάται και ξεχνά.
Ήταν άντρας ή γυναίκα;
Μελαχρινή ή ξανθός;
Χοντρός ή αδύνατη;
Ελληνίδα ή ξένος;
Γαμούσε και έδιωχνε. Άλλαζε σεντόνια
και άνοιγε τα πόδια.
Κενός.
Έτσι λέει «είμαι κενός, ποτέ δε θα γεμίσει
το κενό μου… δεν έχω κενό, μια τρύπα
έχω χωρίς πάτο, μια τρύπα
που όποιος πέσει μέσα… χάθηκε»…
«Είμαι άσχημος…»
«Δεν έχω ζωή…»
«Έχω άσχημο σώμα και άσχημο πρόσωπο…»
«Δε βγαίνω από το σπίτι!»
«Κλαίω και τρώω!»
«Μιλάω στο τηλέφωνο με φίλους και κλαίω…»
Βαράει μαλακίες!
Γεμίζει το σπίτι με φλόκια!
Και πάλι κλαίει…
Κάνει απόπειρες αυτοκτονίας
που πέφτουν στο κενό.
Γελάει…
Έχει φτάσει σαράντα και ακόμα
είναι ένα ασυμμάζευτο χάλι…
Πεθαίνει…
Θα πεθάνει…
Έχει πεθάνει…
Έπεσε για ύπνο και
σηκώθηκε νεκρός!
Γέλασε!
Επιτέλους έζησε!
Και έτσι νεκρός συνέχισε, μέχρι
που πέθανε ζωντανός…
Όπως νόμιζε πως είχε γεννηθεί!
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου