Βερολινο.
Πάντα θα θυμάμαι τον Σχινιά. Τρεις μήνες καλοκαίρι, ενενήντα δυο μέρες να μετρώ μαζί σου σε μια παραλία! Το είχαμε πει θυμάσαι; Κάποια στιγμή στα μέσα του Φλεβάρη «πρώτη Ιουνίου θα πάμε το πρώτο μας μπάνιο, και θα τελειώσουμε την τελευταία μέρα του Αυγούστου», έτσι ήθελες κι έτσι έγινε! Ενενήντα δυο μέρες μαζί στην παραλία, εκεί που το κύμα σου φέρνει αναμνήσεις και σε κλάσμα ενός δευτερολέπτου στις παίρνει πίσω! Αλλά… Πάντα θα θυμάμαι εκείνη τη μία μοναδική μέρα στον Σχινιά!
Ήταν στα μέσα του Αυγούστου λίγο καιρό πριν τελειώσει το καλοκαίρι μας κι εσύ να φύγεις για Βερολίνο. Εγώ να κάθομαι να σε κοιτώ καθώς κοιμόσουν πάνω στην πετσέτα μετά από ένα μακροβούτι στα θαμπά νερά εκείνης της ημέρας! Γκρίνιαζες θυμάμαι γιατί σου κατέστρεψε το μπάνιο ο αφρός που είχε βγει στην ακτή και δε μπορούσες να ευχαριστηθείς τη θάλασσα που τόσο αγαπούσες!
Πεθαίνω και πολύ πιθανόν να μην το μάθεις ποτέ, καθώς έχεις να μου στείλεις γράμμα πάνω από τρεις μήνες! Ζεις; Πέθανες; Δεν ξέρω! Έχεις σταματήσει να απαντάς για λόγους άγνωστους, αλλά εγώ συνεχίζω! Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα απαντήσεις!
Στα κόκκαλα είχαν πει οι γιατροί! Δώρο Χριστουγέννων, κι εγώ να μετράω τις μέρες πριν τον επικείμενο θάνατο μου που θα έκλεινε στα δυο χρόνια!
Είχες ξαπλώσει πάνω στην καυτή άμμο να κοιμηθείς με την κοιλιά σου προς τα κάτω, είχες βάλει το χέρι σου μαξιλάρι, και το κεφάλι σου είχε γύρει προς τη μεριά μου με τα μάτια σου κλειστά! Καθόμουν και σε κοίταγα και χάζευα την ουλή στη φρύδι σου, την ουλή που είχες αποκτήσει στα τρία σου όταν τσακωνόσουν με την αδερφή σου στο εξοχικό σας στη Βαρυμπόμπη! Οκτώ ράμματα! Ένα σημάδι που είχα ερωτευτεί γιατί σε χαρακτήριζε και ένα σημάδι που κάποτε θα ήθελες να απαλλάξεις από το πρόσωπο σου! Άραγε το αφαίρεσες;
Ήταν μια καυτή μέρα κι εσύ κοιμόσουν τόσο ανέμελα, χωρίς να σε ενοχλεί ο λίβας εκείνης της ημέρας! Άνοιξες τα μάτια σου από αντίδραση στο χάδι μου πάνω στο γενειοφόρο μάγουλο σου, χαμογέλασες και γύρισες πλευρό να συνεχίσεις τον γλυκό σου ύπνο!
Είχες ιδρώσει και μια σταγόνα κύλησε στο λαιμό σου καθώς έστριβε και χάραζε πορεία προς τον σβέρκο σου για να σβήσει στην καυτή άμμο όπου και θα κατέληγε! Το στήθος γυμνό από τρίχες και ενοχές να παίζει η άμμος με τον άνεμο κυνηγητό πάνω της και εγώ να μη χορταίνω να το βλέπω! Αντανακλαστικά σήκωσες το χέρι σου και την τίναξες! Αν ήξερες τι κακό προκάλεσες!
Ήταν στα μέσα του Αυγούστου λίγο καιρό πριν τελειώσει το καλοκαίρι μας κι εσύ να φύγεις για Βερολίνο. Εγώ να κάθομαι να σε κοιτώ καθώς κοιμόσουν πάνω στην πετσέτα μετά από ένα μακροβούτι στα θαμπά νερά εκείνης της ημέρας! Γκρίνιαζες θυμάμαι γιατί σου κατέστρεψε το μπάνιο ο αφρός που είχε βγει στην ακτή και δε μπορούσες να ευχαριστηθείς τη θάλασσα που τόσο αγαπούσες!
Πεθαίνω και πολύ πιθανόν να μην το μάθεις ποτέ, καθώς έχεις να μου στείλεις γράμμα πάνω από τρεις μήνες! Ζεις; Πέθανες; Δεν ξέρω! Έχεις σταματήσει να απαντάς για λόγους άγνωστους, αλλά εγώ συνεχίζω! Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα απαντήσεις!
Στα κόκκαλα είχαν πει οι γιατροί! Δώρο Χριστουγέννων, κι εγώ να μετράω τις μέρες πριν τον επικείμενο θάνατο μου που θα έκλεινε στα δυο χρόνια!
Είχες ξαπλώσει πάνω στην καυτή άμμο να κοιμηθείς με την κοιλιά σου προς τα κάτω, είχες βάλει το χέρι σου μαξιλάρι, και το κεφάλι σου είχε γύρει προς τη μεριά μου με τα μάτια σου κλειστά! Καθόμουν και σε κοίταγα και χάζευα την ουλή στη φρύδι σου, την ουλή που είχες αποκτήσει στα τρία σου όταν τσακωνόσουν με την αδερφή σου στο εξοχικό σας στη Βαρυμπόμπη! Οκτώ ράμματα! Ένα σημάδι που είχα ερωτευτεί γιατί σε χαρακτήριζε και ένα σημάδι που κάποτε θα ήθελες να απαλλάξεις από το πρόσωπο σου! Άραγε το αφαίρεσες;
Ήταν μια καυτή μέρα κι εσύ κοιμόσουν τόσο ανέμελα, χωρίς να σε ενοχλεί ο λίβας εκείνης της ημέρας! Άνοιξες τα μάτια σου από αντίδραση στο χάδι μου πάνω στο γενειοφόρο μάγουλο σου, χαμογέλασες και γύρισες πλευρό να συνεχίσεις τον γλυκό σου ύπνο!
Είχες ιδρώσει και μια σταγόνα κύλησε στο λαιμό σου καθώς έστριβε και χάραζε πορεία προς τον σβέρκο σου για να σβήσει στην καυτή άμμο όπου και θα κατέληγε! Το στήθος γυμνό από τρίχες και ενοχές να παίζει η άμμος με τον άνεμο κυνηγητό πάνω της και εγώ να μη χορταίνω να το βλέπω! Αντανακλαστικά σήκωσες το χέρι σου και την τίναξες! Αν ήξερες τι κακό προκάλεσες!
Για έναν περίεργο λόγο εκείνη την ημέρα δεν είχε πολύ κόσμο στον Σχινιά και η μόνη συντροφιά ήταν ο ήχος από κάτι λουόμενους στο βάθος της παραλίας και του κύματος που έσκαγε στα πόδια μας! Εγώ έγειρα το κεφάλι μου και το ακούμπησα πάνω στην κοιλιά σου και έκατσα να κοιτώ τα πόδια σου που έβλεπαν προς τη μεριά της θάλασσας!
Υπέροχα πόδια, γεμάτα πληγές, αποτέλεσμα της δουλειάς σου, κι εγώ να παίζω με τα δάχτυλα μου στις κορυφές των γονάτων σου καθώς εσύ μου χαϊδευες τα ξανθά μου μαλλιά, απαλά, αέρινα, σαν χάδι ανέμου που περνά μέσα από τις φυλλωσιές του δέντρου και φεύγει, αφήνοντας πίσω του τον πιο γλυκό ήχο του θροΐσματος!
Και τέλος η αλυσίδα! Η αλυσίδα στο δεξί σου πόδι! Η αλυσίδα της μαμάς σου! Το τελευταίο πράγμα που είχες να θυμάσαι από τον θάνατό της! Μια αλυσίδα που δεν είχες βγάλει εδώ και δυο χρόνια από το χαμό της! Την αγάπαγες! Την αγάπαγες όσο τίποτα! Έτσι μου είχες γράψει στο σημείωμα στο δεύτερο ραντεβού μας! Ποτέ δεν άκουσα τη φωνή σου, κι όμως μπορούσες να μιλήσεις, αλλά φωνή σου είχε συνοδέψει τη μητέρα σου στην άλλη όχθη, μια θυσία που είχα βρει τόσο γοητευτική και παράλληλα τόσο θλιβερή, που την έκανε μοναδική.
Υπέροχα πόδια, γεμάτα πληγές, αποτέλεσμα της δουλειάς σου, κι εγώ να παίζω με τα δάχτυλα μου στις κορυφές των γονάτων σου καθώς εσύ μου χαϊδευες τα ξανθά μου μαλλιά, απαλά, αέρινα, σαν χάδι ανέμου που περνά μέσα από τις φυλλωσιές του δέντρου και φεύγει, αφήνοντας πίσω του τον πιο γλυκό ήχο του θροΐσματος!
Και τέλος η αλυσίδα! Η αλυσίδα στο δεξί σου πόδι! Η αλυσίδα της μαμάς σου! Το τελευταίο πράγμα που είχες να θυμάσαι από τον θάνατό της! Μια αλυσίδα που δεν είχες βγάλει εδώ και δυο χρόνια από το χαμό της! Την αγάπαγες! Την αγάπαγες όσο τίποτα! Έτσι μου είχες γράψει στο σημείωμα στο δεύτερο ραντεβού μας! Ποτέ δεν άκουσα τη φωνή σου, κι όμως μπορούσες να μιλήσεις, αλλά φωνή σου είχε συνοδέψει τη μητέρα σου στην άλλη όχθη, μια θυσία που είχα βρει τόσο γοητευτική και παράλληλα τόσο θλιβερή, που την έκανε μοναδική.
Δε με ένοιαζε που ποτέ δε σε άκουσα να μιλάς! Εξάλλου τι νόημα έχει ο ήχος όταν άκουγα τη θάλασσα κι όταν είχα το πέρασμα του χεριού σου μέσα στα μαλλιά μου;
Και τώρα είσαι απών, όχι επιλογής, αλλά εξ ανάγκης! Δε σου έχω θυμώσει! Απλά θα ήθελα να στο πω νωρίτερα, και εσύ θα έμενες! Το ξέραμε και οι δυο! Θα έμενες για εμένα! Κι εγώ θα πέθαινα από τύψεις! Θα σε έπαιρνα μαζί μου! Κι αν σε έπαιρνα μαζί μου; Μετά τι;
Όχι, καλύτερα που έφυγες! Έφυγα κι εγώ! Φεύγω! Πεθαίνω και πονώ!
Η μόνη ξεχωριστή ανάμνηση από τον Σχινιά θα με συντροφεύει στο ταξίδι την λησμονιάς μου, όπως εσένα η αλυσίδα στο πόδι σου!
Η αλυσίδα της μαμάς σου!
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου