Per un dente.
Όλα άρχισαν με ένα ποπ κορν στο σινεμά που είχα πάει να δω μια ταινία και εκεί που έτρωγα όπως και κάθε λογικός άνθρωπος την ώρα των τρέιλερ ένα μη ανοιγμένο σποράκι καλαμποκιού, μου έσπασε το πίσω δόντι. Θα έλεγα πως θα ήταν καλύτερα αν εκείνη την περίοδο ήταν και οι γονείς μου στο σπίτι να μου δώσουν κουράγιο αλλά ήμουν ολομόναχος, εγώ και η φοβία μου για τους γιατρούς.
Είχαν περάσει γύρω στις πέντε μέρες μέχρις ότου η τρύπα μεγαλώσει και φτάσει στη ρίζα και νιώσω για πρώτη φορά τι θα πει πονόδοντος. Άντεξα χωρίς φάρμακα τρεις μέρες αλλά μάταια.
Ξεκίνησα με Depon χιλιάρι που προφανώς και δε με βοήθησε και έτσι το γύρισα σε Nurofen, Apotel, Panadol, Lonarid, αλλά ο πόνος, πόνος… Δε ξέρω γιατί με πόναγε τόσο εκείνο το γαμημένο δόντι, με τι ούζα έκανα μπουκώματα, με τι γαρυφαλέλαια λούστηκα, τι αλατόνερο ήπια, τι τσίπουρα. Μόνο γυμνός στην πανσέληνο δεν χόρεψα. Αυτό εκεί να μου τρυπάει το κεφάλι λες και χιλιάδες πρόγκες έμπαιναν από το δόντι, πέρναγαν στο μάτι και κατέληγαν στον εγκέφαλο. Βράδια που δε μπορούσα να κοιμηθώ, να θέλω να σπάσω το κεφάλι μου στο τοίχο και να μείνω ξερός, να συνεχίζω με Ασπιρίνες, Salospir, Ponstan, Apotel και αυτό εκεί να συνεχίζει να μου βουτάει τη ρίζα στο οξύ και εγώ να παίρνω τα φάρμακα σαν τις καραμέλες δίχως να μπορώ να φάω και στις τρεις μέρες να ένα στομάχι σαν το χημείο του κράτους με μια αναπνοή να βρομάει χειρότερα κι από χαβούζα. Οι λιποθυμίες δίναν και έπαιρναν, τα δάκρυα κυλούσαν από τα κατακόκκινα μάτια μου λες και είχα θάψει τη μάνα μου στο μνήμα και εγώ να αρνούμαι να πάω οδοντίατρο επειδή φοβόμουν μην πονέσω.
Όταν στις έξι μέρες λοιπόν μου προκλήθηκε φλεγμονή η γνάθος πλέον να μην ανοίγει και εγώ να έχω χάσει δύο κιλά, το στόμα μου να βρωμάει φαρμακείο εμετό και σαπίλα, αποφάσισα με μία τανάλια από την εργαλειοθήκη του μπαμπά μου να το αφαιρέσω μόνος μου. Πέρασα την τανάλια ανάμεσα από τα δόντια, όσο μου επιτρεπόταν, εγώ να υποφέρω, το στομάχι μου να έχει γίνει κόμπος, να έχω χάσει το χρώμα μου, το δόντι πλέον από τους πόνους να το αισθάνομαι να δονείται καθώς βάραγε αδυσώπητα, όλου μου το είναι.
Στην προσπάθεια μου να το αφαιρέσω και μέσα σε όλον μου τον παραλληλισμό, και το σθένος που είχα βρει έτσι ώστε να το αφαιρέσω, κατάφερα να το πιάσω και να το βγάλω. Η ανακούφιση που ένιωσα όταν το αφαίρεσα ήταν κάτι σαν βάλσαμο στην λαβωμένη μου ψυχή, σαν κάποιος να αφαίρεσε το μαχαίρι που στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι μου και έτσι εγώ να μπορέσω να ανασάνω. Μόνο που η χαρά μου κράτησε για λίγο, μέχρις ότου η γλώσσα μου πέσει με τόση φόρα πάνω στο κάποτε ολόκληρο μου δόντι, σε ένα δόντι που μέχρι πριν λίγο είχα καταφέρει με την βρώμικη τανάλια να αποκολλήσω το μισό και που πλέον το άλλο μισό ήταν παγιδευμένο μέσα στο ούλο που είχε πρηστεί και αιμορραγούσε ακατάπαυστα.
Όταν συνήλθα από τη λιποθυμία, βρισκόμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα του μπάνιου μου πνιγμένος στο σάλιο και το αίμα που ανέβλυζε από το σπασμένο μου δόντι, τα αυτιά μου να βαράνε κλακέτες, το στομάχι μου να έχει τρυπήσει και νιώθοντας να παλινδρομεί στον οισοφάγο το αίμα με γαστρικά υγρά, εγώ να ξερνάω πάνω στο χαλί όσο αίμα είχε μείνει μέσα στο σώμα μου.
Αφού αστραπιαία έχασα το φως μου, γύρισα ανάσκελα και μέσα στο φόβο της μοναξιάς μου άφησα την τελευταία μου πνοή πάνω στο ξεραμένο μου αίμα πνιγμένος σε αυτό.
Γιατί δεν είχα πάει οδοντίατρο;
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου