Κράτα με.
Η αφορμή θα ήταν πάντα γύρω από ένα φλιτζάνι καφέ που χύθηκε, μία άρνηση που δόθηκε ενώ είχε καύλες, μια απαίτηση που έμεινε ανεκπλήρωτη, ένα «γιατί» που δεν έλαβε «ικανοποιητική» απάντηση, έναν έλεγχο για το που βρισκόμουν και με ποιόν ήμουν, ένα «δε θέλω τώρα…», ένα με ποιόν μίλαγες, μία αλλαγή που έκανα στα μαλλιά μου, ένα ταξίδι που είχα κανονίσει να πάω και δεν τον είχα υπολογίσει, μία ημίγυμνη φωτογραφία που είχα ανεβάσει σε μια σελίδα στο διαδίκτυο, ένα «γιατί σου μίλαγε αυτός;», ένα «γιατί δεν είναι το φαγητό έτοιμο;», ένα κάψιμο σε κάποιο ρούχο του, μία άρνηση στο να φέρει φίλους στο σπίτι τη στιγμή που δεν ήμουν καλά, ένα «είμαι έγκυος…»
Ποτέ δεν έφυγα απ’ το πλάι του, ακόμα και όταν με είχε στείλει στο νοσοκομείο με τρία σπασμένα πλευρά, ένα βουλωμένο μάτι, μια σπασμένη μύτη, με μία ρήξη τυμπάνου και ελαφριά διάσειση κι ενώ όλοι οι γιατροί επέμεναν να τον καταγγείλω για ενδοοικογενειακή βία, εγώ αρνιόμουν πεισματικά και έμενα μαζί του.
Ομολογώ πως δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα σκεφτεί να τον αφήσω, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωνα και έμενα μαζί του. Ορκιζόταν. Έδινε όρκους πως θα άλλαζε, και πως θα γινόταν άλλος άνθρωπος, και πως δε θα ξανασήκωνε χέρι πάνω μου και εγώ να κάθομαι να τους πιστεύω για ακόμα μια φορά σαν κάθε φορά όπως την πρώτη φορά.
Γλυκός, τρυφερός, έμπιστος, να με βγάζει έξω για φαγητό, να με γεμίζει δώρα, ρούχα, καλλυντικά, να με πηγαίνει εκδρομές και βόλτες όπου ήθελα και όποτε ήθελα, μέχρι η άδεια του καρδιά να γέμιζε με επαρκείς αποδείξεις ψευδής ζήλιας και αχόρταγης όρεξης για διαρκείς τσακωμούς, λεκτικούς αρχικά και σωματικούς μετέπειτα και καθώς πέρναγε ο καιρός να γίνονταν χειρότεροι και χειρότεροι. Αρχικά με ένα απλό χαστούκι, έπειτα με δύο, μετά να με αρπάζει απ’ το μαλλί, να με χαστουκίζει αδιάλειπτα, να μου ρίχνει μπουνιές, να με κλωτσάει, να με φτύνει, να με βρίζει, και τέλος να με πετάει στους τοίχους του δωματίου απ’ το οποίο είχα να βγω για πολύ καιρό.
Δε ξέρω γιατί και ειλικρινά δεν έχω κάποια απάντηση να δώσω ούτε σε εσάς αλλά ούτε και στους προηγούμενους σας που μου είχαν κάνει την ίδια ακριβώς ερώτηση ξανά και ξανά, αλλά πέραν του ό,τι μπορεί να φαινόταν ανώμαλο είτε μαζοχιστικό, κατά βάθος τον αγάπαγα και ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του, γιατί πέρα από όλα αυτά που περνούσα πλάι του, είχε και τις καλές του στιγμές, που με νοιαζόταν, μου έκανε έρωτα, με φρόντιζε, με πρόσεχε, μου μαγείρευε, μου έκανε δώρα και πάνω απ’ όλα με αγάπαγε.
Γιατί με κοιτάτε έτσι; Ναι με αγάπαγε! Ειλικρινά για πρώτη φορά σε αυτή τη μίζερη ζωή μου, είχε βρεθεί κάποιος να με αγαπήσει, αφού ούτε ο μπαμπάς μου που με βίαζε όταν ήμουν μικρή ήταν ικανός να το κάνει, αλλά ούτε και η μαμά μου που με έδερνε και έκανε πως δεν υπάρχω.
Νομίζετε πως επειδή τον σκότωσα ήθελα κιόλας να πεθάνει; Φυσικά και όχι, ποιος θα βρεθεί να αγαπήσει εμένα τώρα; Ε; Ποιος θα βρεθεί να μου λέει πως με αγαπάει και πως με νοιάζεται; Κανένας! Γι’ αυτό μη λέτε πως γλίτωσα. Κανένας δε με βοήθησε όταν με πλήγωναν μικρή και κανένας δε βρέθηκε να το κάνει και όταν μεγάλωσα.
Δε ξέρω, μπορεί και να το άξιζα όλο αυτό.
Δε ξέρω και νομίζω πως ποτέ δε θα μάθω.
Είμαι η Ροξάνη και σκότωσα τον μόνο άντρα που με αγάπησε πραγματικά!
Αντίο.
Βασίλης Χαντζής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου