Ένα αντίο.

 

    Καλησπέρα μαμά. Πως είσαι; Συγνώμη που δεν έχω έρθει τόσες μέρες να σε δω, αλλά έχω μπλέξει με τη δουλειά και τρέχω.
 
    Δεν έχει έρθει να σε δει κανένας άλλος ε; Ούτε ο Στέλιος… Ούτε και η Ελένη… Μάλιστα… Χάλια είσαι, πρέπει να σε πλύνω!
 
    Σου έφερα λουλούδια που σου αρέσουν, δεν είναι φρέσκα το ξέρω, αλλά προσπάθησα να αγοράσω τα καλύτερα, θα τα βάλω εδώ να τα βλέπει και ο ήλιος.
 
    Λοιπόν. Τι νέα έχω και από πού να αρχίσω να σου λέω…
 
    Δε σε πειράζει να πιώ λίγο όσο θα σου μιλάω, κάνει και κρύο. Δεν έχει ωραίο καιρό σήμερα και το πάει για βροχή, το πρωί ψιχάλιζε κιόλας…
 
    Μαμά δεν είμαι καλά, η Ευγενία με άφησε, πήρε το παιδί και έφυγε απ’ το σπίτι πριν δύο μήνες, έχει πάει στους δικούς της και δε με αφήνουν να το δω ούτε για πέντε λεπτά, στο ορκίζομαι μαμά δε το ήθελα, ήταν μια στιγμή αδυναμίας και έπρεπε εκείνη τη στιγμή να με πιάσει η Ευγενία…
 
    Ο Στέλιος απολύθηκε από τη δουλειά του και κάθετε σπίτι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μη κάνοντας τίποτα. Η Ελένη βρήκε ένα παιδί και τραβιέται μαζί του, ποιος είναι, τι κάνει, δεν έχω ιδέα, βράδυ φεύγει, πρωί γυρίζει, πέφτει κοιμάται και ξυπνάει βράδυ για να βγει…
 
    Εμένα με πήραν στο Λονδίνο με την εταιρία μου και θα φύγω μεθαύριο. Πάω με σύμβαση και θα κάτσω τρία με τέσσερα χρόνια, να πάω, αλλά πως να πάω, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, μετά τον θάνατο σου… δεν είναι καλά, κανένας μας δεν είναι καλά, αλλά αυτός είναι χειρότερα. Ο γιατρός του βρήκε θρόμβο στο πόδι και δε γίνεται να χειρουργηθεί λόγο του ζαχάρου του, είναι θέμα χρόνου να σπάσει ο θρόμβος και να πάει στη καρδιά… Θρέφει και τον Στέλιο και την Ελένη με τη σύνταξη που παίρνει, και εμένα με έχει αφήσει απ’ έξω, δε θέλει να χαλάω τα λεφτά μου λέει για αυτούς…
 
    Να πάω να βρω τη γυναίκα μου και να πάρω πίσω το παιδί μου, λέει…
 
    Έχει αδειάσει το σπίτι ρε μαμά… Πάγωσε… Κανείς δε γελάει πλέον εκεί, λες και χάθηκε το χρώμα από τους τοίχους. Κανείς δε πατάει πόδι να μας δει, γίναμε ακατάδεκτοι από το πουθενά…
 
    Κανείς δε μου λέει να φορέσω το μπουφάν μου γιατί έξω κάνει κρύο, κανείς δε με αγκαλιάζει όσο και αν δε θέλω όπως εσύ ρε μαμά, τα κλειδιά σου κρέμονται πίσω από την πόρτα και τον ήχο τους δε τον έχει ακούσει κανένας χρόνια τώρα, ακόμα και το πιάνο στο σαλόνι έχει πιάσει σκόνη και κατάντησε κρεμάστρα για τα βρώμικα ρούχα…
 
    Χιονίζει!
 
    Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τα τρίτα Χριστούγεννα χωρίς εσένα.
 
    Η θεία Νίκη και ο θείος Γιάννης έφυγαν για Ιωάννινα, πήγαν στον Λάζαρο για γιορτές. Ήθελαν να κάνουμε όλοι μαζί Χριστούγεννα αλλά ο μπαμπάς τους έκλεισε την πόρτα.
 
    Δε θέλω να μένεις μόνη εδώ ρε μαμά, συγνώμη που δεν ερχόμουν πιο συχνά για να σε βλέπω αλλά ξέρεις πως είναι, τρέχουμε όλοι. Ζούμε για να δουλεύουμε πλέον…
 
    Έχει έρθει και η κυρία Νίτσα απέναντι, στο μνήμα της κόρης της και της άφησε λουλούδια, ούτε αυτή είναι καλά. Θυμάσαι όταν πέθανε η κόρη της; Ακόμα έτσι είναι…
 
    Πρέπει να φύγω μαμά. Θα έρθω πάλι να σε δω όταν γυρίσω απ’ το Λονδίνο, θα σου φέρω και δώρο!
 
    Χρόνια πολλά! Και καλά Χριστούγεννα να έχεις.
 
    Σου αφήνω το κρασί εδώ, κάνει κρύο…
 
    Μας λείπεις.

Βασίλης Χαντζής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις